Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λαθεμένος

  • 1 неверный

    неверный εσφαλμένος, λαθεμένος, όχι σωστός· ανακριβής (неточный)
    * * *
    εσφαλμένος, λαθεμένος, όχι σωστός; ανακριβής ( неточный)

    Русско-греческий словарь > неверный

  • 2 неправильный

    неправильный ανώμαλος* λαθεμένος, εσφαλμένος (ошибочный)' ανακριβής (неточный)
    * * *
    ανώμαλος; λαθεμένος, εσφαλμένος ( ошибочный); ανακριβής ( неточный)

    Русско-греческий словарь > неправильный

  • 3 некорректный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. απρεπής, αγενής.
    2. εσφαλμένος, λαθεμένος•

    -ая комбинация λαθεμένος συνδυασμός.

    Большой русско-греческий словарь > некорректный

  • 4 неправильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. μη σωστός αντικανονικός, ανώμαλος• μη φυσιολογικός•

    -ое развитие организма μη φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού.

    || επιλήψιμος, επίμεμπτος• καταχρηστικός, παράτυπος.
    2. αναληθής, ανακριβής• λαθεμένος, εσφαλμένος•

    расчт λαθεμένος λογαριασμός•

    -ое суждение εσφαλμένη κρίση•

    -ая точка зрения λαθεμένη άποψη.

    || άδικος•

    -ое обвинение άδικη κατηγορία.

    εκφρ.
    - ые глаголы – ανώμαλα ρήματα•
    - ая дробь – (μαθ.) καταχρηστικό ή νόθο κλάσμα.

    Большой русско-греческий словарь > неправильный

  • 5 ошибочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    λαθεμένος, εσφαλμένος. πεπλανημένος•

    -ое реш-ние λαθεμένη απόφαση•

    -ое мнение λαθεμένη γνώμη•

    -ое вычисление λαθεμένος λογαριασμός.

    Большой русско-греческий словарь > ошибочный

  • 6 ложный

    ложн||ый
    прил
    1. ψεύτικος, ψευδής, κάλπικος:
    \ложныйая тревога ψεύτικος συναγερμός·
    2. (ошибочный) λαθεμένος, λανθασμένος·
    3. (о чувстве, скромности и т. п.) κακῶς ἐννοούμενος· ◊ в \ложныйом свете διαστρεβλωμένα· на \ложныйом пути σέ λαθεμένο δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > ложный

  • 7 неверный

    неверн||ый
    прил
    1. (ошибочный, неправильный) ἀνακριβής, ἐσφαλμένος, λαθεμένος·
    2. (вероломный) ἄπιστος, κακόπιστος, δόλιος·
    3. (нетвердый) ἄστατος:
    \неверныйая походка τό ἀσταθές βάδισμά \неверныйая рука τό ἀσταθές χέρι· ◊ Фома \неверныйый ὁ ἄπιστος Θωμάς.

    Русско-новогреческий словарь > неверный

  • 8 неправильный

    непра́вильн||ый
    прил - ἀνώμαλος, ἀντικανονικός, ἀκανόνιστος:
    \неправильныйые черты лица τά ἀκανόνιστα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (неверный) ὄχι σωστός, λαθεμένος, στραβός / ἐσφαλ· μένος (ошибочный):
    \неправильныйое суждение ἡ λαθεμένη (или ἐσφαλμένη) κρίση· сделать \неправильныйый ход (в игре) κάνω λαθεμένη κίνηση· ◊ \неправильныйый глагол гран. τό ἀνὠμα-λο[ν] ρήμα· \неправильныйая дробь мат τό νόθον κλάσμα.

    Русско-новогреческий словарь > неправильный

  • 9 ошибочный

    оши́бочн||ый
    прил σφαλερός, ἐσφαλμένος, λαθεμένος:
    \ошибочныйое решение ἡ λαθεμένη ἀπόφαση· \ошибочныйое мнение ἡ ἐσφαλμένη γνώμη· \ошибочный шаг τό στραβοπάτημα

    Русско-новогреческий словарь > ошибочный

  • 10 неверный

    [νιβιέρνυϊ] επ. λαθεμένος

    Русско-греческий новый словарь > неверный

  • 11 ошибочный

    [ασίμπατσνυϊ] εκ. λανθασμένος, λαθεμένος

    Русско-греческий новый словарь > ошибочный

  • 12 неверный

    [νιβιέρνυϊ] επ λαθεμένος

    Русско-эллинский словарь > неверный

  • 13 ошибочный

    [ασίμπατσνυϊ] επ λανθασμένος, λαθεμένος

    Русско-эллинский словарь > ошибочный

  • 14 ложный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. ψεύτικος, ψευδής•

    -ое свидетельство ψευδομαρτυρία.

    2. πλαστός, προσποιητός, τεχνητός•

    -ая скромность προσποιητή σεμνότητα, η σεμνοτυφία.

    3. λαθεμένος, εσφαλμένος, πεπλανημένος, ανακριβής.
    εκφρ.
    - ое положение – ψεύτικη ή αβέβαιη κατάσταση•
    в -ом свете – με ψεύτικη αληθοφάνεια, διαστρεβλωμένα•
    ложный шаг – άστοχη ενέργεια•
    идти по -ому пути – δε βαδίζω σωστά, ακολουθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > ложный

  • 15 неверный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. άπιστος•

    неверный друг άπιστος φίλος•

    неверный муж άπιστος σύζυγος.

    || ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος•

    -рен своему слову δεν κριατά το λόγο του.

    2. παλ. δύσπιστος•

    неверный взгляд βλέμμα δυσπιστίας.

    3. εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος•

    неверный вывод εσφαλμένο συμπέρασμα•

    -ая мысль λαθεμένη, σκέψη.

    || ψεύτικος, μη σωστός•

    неверный счёт ψεύτικος λογαριασμός.

    || απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος•

    брать неверный тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία.

    4. διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. || ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. || φάλτσος•

    -ая нота το φάλτσο (φωνής, ήχου)..

    5. ασταθής•

    -ые шаги ασταθή βήματα.

    6. παλ. αβάσιμος, παρακινδυνεμένος•

    -ое дело μη σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη).

    || ευμετάβλητος, μη σταθερός.
    7. (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος.
    8. ως ουσ. άπιστος•

    идти войною на -ых πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους.

    εκφρ.
    фома неверный – άπιστος Θωμάς.

    Большой русско-греческий словарь > неверный

  • 16 несправедливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    άδικος•

    несправедливый человек άδικος άνθρωπος•

    несправедливый приговор άδικη καταδίκη.

    || μη σωστός, εσφαλμένος, λαθεμένος•

    -ое мнение μη σωστή γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > несправедливый

  • 17 неточный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. μη ακριβής•

    неточный подсчёт μη ακριβής υπολογισμός.

    2. ανακριβής, εσφαλμένος, λαθεμένος•

    -ое выражение εσφαλμένη έκφραση.

    Большой русско-греческий словарь > неточный

  • 18 оплошный

    επ. βρ: -шен, -шна, -шно
    παλ. λαθεμένος, εσφαλμένος. || λαθεύσας.

    Большой русско-греческий словарь > оплошный

  • 19 порочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. κακοήθης, διεφθαρμέμος, ακόλαστος, ανήθικος, φαύλος.
    2. λαθεμένος ελαττωματικός πλημμελής.
    εκφρ.
    порочный круг – φαύλος κύκλος.

    Большой русско-греческий словарь > порочный

См. также в других словарях:

  • λαθεύω — λαθεύω, λάθεψα, λαθεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: λαθεύω : η μτχ. λαθεμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ μή σωστός, λανθασμένος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτία — η (Α διαμαρτία) [διαμαρτάνω] ανώμαλη διάπλαση μέλους ή οργάνου νεογνού στην ενδομήτρια ζωή αρχ. 1. αποτυχία, σφάλμα 2. λαθεμένος υπολογισμός χρονικής περιόδου …   Dictionary of Greek

  • παράκρουση — η / παράκρουσις, ούσεως, ΝΑ [παρακρούω] 1. εσφαλμένη κρούση μουσικού οργάνου, λαθεμένος μουσικός τόνος, παραφωνία 2. παραλογισμός, πλάνη 3. παραφροσύνη, τρέλα νεοελλ. (ψυχιατρ.) ακουστική παραίσθηση που αποτελεί ψυχικό και συνήθως παθολογικό… …   Dictionary of Greek

  • πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… …   Dictionary of Greek

  • σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Αλιούσσα — Μικρό νησί στον Αργολικό κόλπο που αναφέρεται και από τον Παυσανία: «Από δε Σκυλλαίου πλέοντι ως επί την πόλιν άκρατε εστίν ετέρα Βουκεφάλα και μετά την άκραν νήσοι, πρώτη μεν Αλιούσσα· παρέχεται δε αύτη λιμένα ενορμίσασθαι ναυσίν επιτήδειον·… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτάνω — αμαρτάνω, αμάρτησα βλ. πίν. 104 και πρβλ. αμαρταίνω Σημειώσεις: αμαρτάνω : χρησιμοποιείται η λόγια μτχ. ημαρτημένος ως επίθετο με την έννοια λαθεμένος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφάλλω — σφάλλω, έσφαλα, εσφαλμένος βλ. πίν. 233 Σημειώσεις: σφάλλω : η μτχ. εσφαλμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που περιέχει σφάλμα, λαθεμένος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαθεύω — λάθεψα, λαθεμένος, αμτβ., κάνω λάθος, σφάλλω, πέφτω έξω: Λάθεψα στην κρίση μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»