-
1 σωρός
σωρός, ὁ, der Haufen; bes. der Getreidehaufen, Hes. O. 780; auch σωρὸς σίτου, Her. 1, 22; σωρὸς ψήγματος, 6, 125; jeder angehäufte Vorrath, überh. Menge, Fülle, χρημάτων, κακῶν, ἀγαϑῶν, Ar. Plut. 269. 270. 804; σίτου, ξύλων, λίϑων, Xen. Hell. 4, 4, 16 u. Sp., wie Luc. pro merc. cond. 13; Zenob. 1, 10.
-
2 σωρός
σωρός, ὁ, der Haufen; bes. der Getreidehaufen; jeder angehäufte Vorrat, überh. Menge, Fülle -
3 πολύ-σωρος
πολύ-σωρος, mit vielen od. großen Getreidehaufen, Beiname der Demeter, Add. 1 (VI, 258).
-
4 φαγέ-σωρος
φαγέ-σωρος, ὁ, Fresser, komischer Ausdruck, VLL., Poll. 6, 42 aus Com.
-
5 σορός
σορός (vgl. σωρός), ἡ, ein Behältniß, Gefäß, die Gebeine eines Verstorbenen darin zu sammeln u. aufzubewahren; ἃς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι, Il. 23, 91, wo hinzugesetzt ist χρύσεος ἀμφιφορεύς, vgl. 243; Ar. Ach. 661 Lys. 600; Her. 2, 78 u. Sp., wie Plut. Num. 22 Luc. D. mort. 6, 3 rhet. praec. 24. – Komisch = ein alter Mann, ein altes Weib, Ar. Vesp. 1365, Machon bei Ath. XIII, 580 c, Ep. ad. 87 (XI, 425). – Wahrscheinlich ein Wort mit σωρός, ein Ort, wo Etwas angehäuft wird.
-
6 σωρεός
-
7 σωρεία
-
8 μυχών
-
9 κόρθυς
-
10 ἐπ-εις-παίω
ἐπ-εις-παίω (s. παίω), noch dazu, hinterher hineischlagen, -stürzen, Archil. frg. 119; vgl. Ath. I, 7 f u. Suid.; ἀγαϑῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπειςπέπαικεν Ar. Plut. 804; Luc. D. Meretr. 15.
-
11 πολύσωρος
πολύ-σωρος, mit vielen od. großen Getreidehaufen, Beiname der Demeter -
12 σορός
-
13 φαγέσωρος
φαγέ-σωρος, ὁ, u. φαγε-σωρῖτις, ιδος, γαστήρ, Fresser, komischer Ausdruck
См. также в других словарях:
σωρός — heap masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρός — ο, ΝΜΑ 1. σύνολο από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα επάνω στο άλλο χωρίς τακτοποίηση (α. «σωρός χώματος» β. «οὕτως ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ ἔπεσαν ὥστε εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, τότε ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν»,… … Dictionary of Greek
σωρός — ο 1. πολλά πράγματα ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο: Ήταν σωρός τα πτώματα στο πεδίο της μάχης. – Έφτιαξε ένα σωρό από πέτρες. 2. μεγάλο πλήθος: Έβγαλε ένα σωρό λεφτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωροῖς — σωρός heap masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωροί — σωρός heap masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωροῦ — σωρός heap masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρούς — σωρός heap masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρῷ — σωρός heap masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρόν — σωρός heap masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχληκοσωρός — ο σωρός από κάχληκες, βότσαλα, στην παραλία ή σε κοίτες ποταμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχληκας + σωρός (< σωρός), πρβλ. λιθο σωρός, ξυλο σωρός] … Dictionary of Greek
μύκων — μύκων, ωνος, ὁ (Α) 1. το μέρος τού αφτιού που βρίσκεται κάτω από τον λοβό, η ρίζα τού αφτιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μύκων σωρός, θημών». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mūk «σωρός» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., πρβλ. αρχ. ισλδ. mūgi,… … Dictionary of Greek