-
1 σχοινος
ὅ, реже ἥ1) тростник, камыш Her., Arph., Diod.2) тростинка, тростниковая стрела Batr., Arph.3) (тростниковая) веревка, бечева, канат Her., Plat.4) подпруга, подвязной пояс(σχοῖνοι λέκτρου Anth.)
5) тростниковые заросли, тростники, камыши Hom., Pind., Arph.6) схен ( египетская мера длины = 30 стадиям, т.е. ок. 5.5 км Her., по по друг. - вдвое больше) -
2 Σχοινος
ἡ Схен ( город в Беотии) Hom. -
3 σχοίνος
ο тростник, камыш -
4 σχοίνος
[схинос] ουσ α вид камыша. -
5 βαθυσχοινος
-
6 επικωπος
-
7 μιλτοφυρης
-
8 ολοσχοινος
ὅ тростник, камыш ( который употреблялся для плетеных изделий или в высушенном виде - βεβρεγμένος, или в сыром - ἄβροχος)ἀπορράπτειν τινὴ στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ Aeschin. — зашить кому-л. рот сырым тростником, т.е. без труда заставить кого-л. замолчать -
9 Σχοινιευς
См. также в других словарях:
σχοίνος — σχοίνος, ο και σκοίνο, το το βούρλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σχοῖνος — rush fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοῖνος — rush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek
Σχοίνω — Σχοῖνος rush fem nom/voc/acc dual Σχοῖνος rush fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοῖνοι — Σχοῖνος rush fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοῖνοι — σχοῖνος rush masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοῖνον — Σχοῖνος rush fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοῖνον — σχοῖνος rush masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοίνοιο — Σχοῖνος rush fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοίνοις — Σχοῖνος rush fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)