-
141 περιλαμβάνω
A embrace, τινα X. An.7.4.10, Smp.9.4, LXXGe.29.13, etc.; grasp,ταῖς χερσὶν πέτρας Pl.Sph. 246a
: hence πολλὸν τοῦ ἀσφαλέος π. Hp.VM9.2 encompass or surround an enemy, Hdt.8.7,16, Plb.2.29.5, etc. ; μετεώρους τὰς ναῦς π. intercept them at sea, Th.8.42 ;χάρακι π. κύκλῳ τὴν πόλιν Plb.1.48.10
; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.5.23 ; πανοικίῃ τινὰ π. Id.8.106;π. τὸν θῆρα Pl.Sph. 235b
; π. τόπον ὑπὸ [ διφθέραις] cover it over, Phylarch.41 J.; also of water,πλείω π. τόπον Plb.4.39.8
:—[voice] Pass., to be caught, trapped,οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar.Pl. 934
; τῷ καιρῷ περιληφθέντες constrained by.., Plb.6.58.6, etc.3 compass, get possession of,ἅπαντα τὰ ἐκείνου Is.8.37
;πάντα π. ταῖς ἐλπίσιν Plb.8.1.3
; acquire an art, Phld.Rh.2.21 S.II encase or cover all round,τοῦ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον Id.Criti. 116b
;νεύροις.. κύκλῳ κατὰ κορυφὴν περιειλημμένη Id.Ti. 77e
;χρυσαῖς λεπίσι περιληφθῆναι Plb.10.27.10
;χαλκοῖς ἥλοις Moschio
ap.Ath.5.207b:—[voice] Pass., of substances taken in a medium, Ph.Bel.89.17.III comprehend, include, ;τῷ λόγῳ Id.8.141
;τῷ λόγῳ τὸ ὄν Pl.Sph. 249d
; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι ib. 226e, cf. Plt. 288c ([voice] Pass.); δύο γὰρ ὄντα αὐτὰ καὶ.. τρίτον ἄλλο εἶδος ἓν ὄνομα περιλαβόν since one name includes the two, and a third class besides, Id.Lg. 837a ; μιᾷ ἰδέᾳ καθ' ἓν ἕκαστον π. Id.Phdr. 273e ;π. πάντα D.61.30
;π. τῇ διανοίᾳ τὸ μέλλον Plu.Luc.9
;τὴν ἱστορίαν γραφῇ Id.Cic.41
; π. τὴν.. διάλεκτον compass it (Coraës παραλαβεῖν), Id.Ant.27; βραχεῖ λόγῳ π. Luc. Peregr.42 ;π. ταῖς συνθήκαις τινά Plb.5.67.12
;ὅσα μὴ σφόδρα περιείληφε ἓν ὁ νόμος τι προσαγορεύσας Lycurg.9
:—[voice] Pass.,θήρα πάμπολύ τι πρᾶγμά ἐστι περιειλημμένον ὀνόματι νῦν σχέδον ἑνί Pl.Lg. 823b
;περιληφθῆναι τοῖς νόμοις Arist.Pol. 1287b19
;τοσούτων περιειλημμένων κακῶν Phld.Sto.339.13
(- ειλλημε- Pap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλαμβάνω
См. также в других словарях:
σφόδρα — very much indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόδρα — ΝΜΑ επίρρ. (κυρίως με ρήματα) πέρα από το κανονικό, πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν», Ελύτης β. «σφόδρα χαίρω», πάπ.) μσν. αρχ. 1. α) (με ρήματα) i) με σφοδρότητα, ορμητικά, βίαια («καὶ σφόδρα πείθει», Σοφ.) ii) … Dictionary of Greek
σφοδρά — σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc/acc dual σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρᾷ — σφοδρός vehement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρ' — σφοδρά , σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc/acc dual σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σφοδρά , σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρέ , σφοδρός vehement masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόδρ' — σφόδρα , σφόδρα very much indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρᾶι — σφοδρᾷ , σφοδρός vehement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδράν — σφοδρά̱ν , σφοδρός vehement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδράς — σφοδρά̱ς , σφοδρός vehement fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek