Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σφονδύλιον

См. также в других словарях:

  • σφονδύλιον — cow parsnip neut nom/voc/acc sg σφονδύλιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδύλιον — και σπονδύλιον, το, ΜΑ, και σφονδύλειον Α βλ. σφοντύλι …   Dictionary of Greek

  • σφονδυλίου — σφονδύλιον cow parsnip neut gen sg σφονδύλιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδυλίων — σφονδύλιον cow parsnip neut gen pl σφονδύλιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδυλίῳ — σφονδύλιον cow parsnip neut dat sg σφονδύλιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… …   Dictionary of Greek

  • αστέριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α., Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλας, οι μάρτυρες. Ήταν αδέλφια και κατάγονταν από την Κιλικία. Η μνήμη τους τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Ο μάρτυρας. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον άγιο Αλέξανδρο, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • νήσυρις — νήσυρις, ἡ (Α) (κατά τον Ψ Διοσκορ.) «σφονδύλιον» …   Dictionary of Greek

  • σφονδυλίς — ίδος, ἡ, Α είδος ποώδους και δηλητηριώδους φυτού, το σφονδύλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μηκων ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ԼԻՍԵՌՆ — (լըսռան կամ լիսեռան, անց.) NBH 1 0888 Chronological Sequence: Unknown date, 13c, 18c գ. Որպէս Սեռն անուոյ՝ առաւել ռամկօրէն վարի: Իսկ ʼի գիրս դնի որպէս Ոսկր սրունից եւ ոտից, եւ ողնայարի. ինճիք. ... κνήμη tibia σφόνδυλος vertebra, rotula, vertigo.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»