-
1 ἀραχν-ώδης
ἀραχν-ώδης, ες, spinngewebeartig, Arist. H. A. 5, 23.
-
2 ἀράχνιον
ἀράχν-ιον, τό,2 a disease in olive-trees, prob. due to the tent-caterpillar, Clisiocampa neustria, Thphr.HP 4.14.10, CP5.10.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀράχνιον
-
3 ἀραχνάομαι
A weave the spider's web, Eust.285.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραχνάομαι
-
4 ἀραχναῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραχναῖος
-
5 ἀράχνη
-
6 ἀραχνήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραχνήεις
-
7 ἀράχνηκες
ἀράχν-ηκες· ἀράχναι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀράχνηκες
-
8 ἀράχνης
A spider, Hes.Op. 777, Pi.Fr. 296, A.Fr. 121, Call. Com.2, Arist.HA 623a30, al.;ἀραχνᾶν ἱστοί B.Fr.3.7
.II a kind of pulse, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀράχνης
-
9 ἀραχνικός
A = ἀραχναῖος, dub.ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραχνικός
-
10 ἀραχνιόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραχνιόω
-
11 ἀραχνιώδης
ἀραχν-ιώδης, ες,2 of liquids, filled with filaments, ; ;ἀραχνιῶδες οὐρεῖν Dsc.4.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραχνιώδης
-
12 ἀραχνώδης
См. также в других словарях:
μελισσήεις — μελισσήεις, εσσα, εν (ΑM) αυτός που έχει αφθονία μελισσών, πλούσιος σε μελίσσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. ήεις (πρβλ. αραχν ήεις)] … Dictionary of Greek