Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σφηνό-πους

См. также в других словарях:

  • χυτρόπους — και κυθρόπους, ποδος, ὁ, Α 1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα 2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά 3. μεγάλη κουτάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνό πους] …   Dictionary of Greek

  • σφιγγόπους — ποδός, ὁ, ἡ, Α αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τα πόδια τής Σφίγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγξ, ιγγός + πούς (πρβλ. σφηνό πους)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»