Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σφανίον

См. также в других словарях:

  • σφάνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον κλινίδιον» β) «ἐν σφανίῳ ἐν κλιναρίῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού συνθ. σφηνόπους* < σφήν, ηνός* (πιθ. δωρ. τ. τού αμάρτυρου σφήνιον)] …   Dictionary of Greek

  • σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»