-
1 σφαιράρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιράρχης
-
2 σφαίρειος
A = σφαιρικός, Ps.-Alex.Aphr.in Metaph.486.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαίρειος
-
3 σφαιρεύς
σφαιρ-εύς, έως, ὁ, a Spartan youth, between ἐφηβεία and manhood, Paus.3.14.6, IG5(1).566, 674, al.; prob. from his then beginning to use the boxing-gloves (Aσφαῖρα 4
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρεύς
-
4 σφαιρηδόν
σφαιρ-ηδόν, Adv.A like a sphere, globe, or ball,ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Il.13.204
, cf. AP6.45, Arat.531, Herod.Med. ap.Orib.8.7.3, Vett.Val.270.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρηδόν
-
5 σφαιρίζω
II [voice] Pass., gloss on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρίζω
-
6 σφαιρικός
A globular, spherical, Placit.1.14.2, al., Cleom.1.1, al., Arist.PA 680b14 (v.l.), Ptol.Geog.1.20.2. Adv. - κῶς like a globe, spherically, Arist.Mu. 393a1, Plu.2.404f.2 σ. ἀριθμός, = ἀποκαταστατικὸς (q.v.) ἀριθμός, Nicom.Ar.2.17, Theol.Ar.48, cf.σφαιροειδής 1.2
.II of a sphere,ἐπιφάνεια Euc.Opt.23
(recens.Theonis); προϋφέστηκεν ἡ γεωμετρία τῆς σφαιρικῆς (sc. ἐπιστήμης) Procl. in Euc.p.37 F.: [dialect] Dor. fem. σφαιρικά, ἁ, Archyt.1.2 concerning the celestial spheres,σφαιρικὰ.. [τέχνα] Ἀράτου IG12(5).891.4
([place name] Tenos); ὁ σ. λόγος the doctrine of the spheres, D.S.4.27; so τὰ ς. AP11.318 (Phld.), Porph. ap. Eus.PE3.7, Jul.Or.4.148b; ἡ τῶν Θεοδοσίου σφαιρικῶν ἀστρονομία, a work cited by Olymp. in Phlb. p.280 S.; called τὰ Θεοδοσίου ς. by Sch.Autol.p.4 H., and still extant with the latter title (ed. J. L. Heiberg, Abh. d. Gesellsch. d. Wiss.zu Göttingen, Phil.-Hist.Kl., N.F. xix 3, Berlin 1927).IV -κόν, τό, name of an eye-salve, Gal.12.784.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρικός
-
7 σφαιρίον
A gall, Thphr.HP3.7.4; ivy- berry, Dsc.2.179; globular catkin of the πλάτανος, Id.1.79, Cleom.1.10 fin.; but, cylindrical catkin of λεύκη, Dsc.1.81.VI sugar-plum, sweetmeat, POxy.920.9,11 (ii/iii A.D.).VII name of a plaster, Aët.15.36, Paul.Aeg.7.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρίον
-
8 σφαίρισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαίρισις
-
9 σφαίρισμα
A = σφαίρισις, Eust.1601.61: [full] σφαιρισμός, ὁ, Artem.4.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαίρισμα
-
10 σφαιριστήριον
σφαιρ-ιστήριον, τό,A ball-court, Thphr. Char.5.9, IG11(2).199A110 (Delos, iii B.C.), BCH23.566 (Delph., iii B.C.), Phld.Herc.1457.7, POxy.1450.5 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιριστήριον
-
11 σφαιριστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιριστής
-
12 σφαιριστικός
A of or for playing at ball,ἐπιμέλεια -ωτάτη Arr.Epict.2.5.20
; σφαιριστικός, ὁ, a clever player, Gal.6.154, Poll.9.107; περὶ -κῆς (sc. τέχνης), title of a work by Timocrates, ap.Ath.1.15c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιριστικός
-
13 σφαιρίστρα
σφαιρ-ίστρα, ἡ,A = σφαιριστήριον, Inscr.Délos 1417 A i 140 (ii B.C.), Plu.2.839c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρίστρα
-
14 σφαιρόω
A make into a globule,πάπυρον Alex.Aphr.Pr.1.93
:— [voice] Pass., to be rounded, Dsc.2.35, Antyll. ap. Orib.7.9.2, Aret.SA1.6, etc.; στήθεα δ' ἐσφαίρωτο his chest was round and arched, Theoc.22.46.2 [voice] Pass., to be curled up in a ball,ψυχὴ -ωθεῖσα Ael.VH3.11
.3 [voice] Pass., metaph., to be concentrated, Dam.Pr. 400.II in [voice] Pass. also of blunted weapons, ἐσφαιρωμένα ἀκόντια spears with buttons at the point, X.Eq.8.10;γρόσφοι -ωμένοι Plb.10.20.3
;σιδήρια D.C.71.29
; opp. λελογχωμένον δόρυ, Arist.EN 1111a12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρόω
-
15 σφαίρωμα
A anything made round or globular:2 pl., buttocks, S.E.P.2.211, Gal. 14.707; sg. in Paul.Aeg.3.77.3 generally, curve,ζῳδιακοῦ κύκλου Man.5.32
.4 dub. sens. in PCair.Zen.659.12 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαίρωμα
-
16 σφαιρών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρών
-
17 σφαίρωσις
A spherical shape, rotundity, Paul.Aeg.6.62; formation of a sphere, Simp.in Cael.543.28, Theol.Ar.19, Olymp.in Phd.p.106 N.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαίρωσις
-
18 σφαιρωτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρωτήρ
-
19 σφαιρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρωτός
-
20 σφαιρῖτις
A cypress, so called from its globular fruit, Gal.12.418.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρῖτις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
Sphaerorrhiza — Sphaerorrhiza Clasificación científica Reino: Plant … Wikipedia Español
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
θυρεοσφαιρίνη — η (βιοχ.) ιωδιούχος πρωτεΐνη που απαντά στα θυρεοειδή θυλάκια και αποτελεί την αποθηκευτική μορφή τού θυρεοειδικού ιωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreoglobuline < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + globul ine … Dictionary of Greek
ιονίδιο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ιοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο, χοιρ ίδιο)] … Dictionary of Greek
ιππίδιον — το (Α ἱππίδιον) νεοελλ. 1. (υποκορ. τού ίππος) μικρός ίππος, ιππάριο, αλογάκι 2. αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
καρκινίδιον — καρκινίδιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού καρκίνος*) μικρός κάβουρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδıoν, σφαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κελλαρίδιον — κελλαρίδιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού κελλάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελλάριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κηπ ίδιον, σφαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κοιλίδιον — κοιλίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κοιλία) μικρή κοιλιά, κοιλίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
προσοψίδιον — τὸ, Μ προσόψιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσόψιον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek