Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σφίγγω

  • 101 привернуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. завернуть (5 σημ.).
    2. στερεώνω στρίβοντας.
    3. μειώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, λιγοστεύω στρίβοντας.
    4. παίρνω την καμπή, τη στροφή, στρέφω, γυρίζω. || περνώ, μπαίνω διερχόμενος.
    1. στρίβω, γυρίζω σφίγγω•

    гайка легко -лась το παξιμάδι εύκολα βίδωσε.

    2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, χαμηλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > привернуть

  • 102 пригнести

    -ету, -етешь, παρλθ. χρ. пригнл
    -ела, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. пригнетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пригнетнный, βρ: -тен, -тена, -тено
    ρ.σ.μ.
    1. (δία λκ.) πιέζω, σφίγγω.
    2. μτφ. παλ. καταπιέζω• τυραννώ.

    Большой русско-греческий словарь > пригнести

  • 103 придавить

    ρ.σ.μ.
    1. πιέζω, πατώ, θλίβω. || σφίγγω, συνθλίβω.
    2. μτφ. (απλ.) καταπιέζω.

    Большой русско-греческий словарь > придавить

  • 104 прикусить

    -ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прикушенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δαγκώνω λίγο (τη γλώσσα, τα χείλη ή το εσωτερικό της παρειάς). || δαγκώνω, σφίγγω με τα δόντια•

    прикусить сигару δαγκώνω το πούρο.

    2. τρώγω λίγο, τσιμπώ.
    εκφρ.
    прикусить язык – δαγκώνω τη γλώσσα (σιωπώ, βουβαίνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > прикусить

  • 105 припереть

    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) στερεώνω, επιστηρίζω•

    припереть доску к стене στερεώνω τη σανίδα στον τοίχο.

    2. κλείνω σφιχτά, γερά, σφαλίζω•

    припереть дверь σφαλίζω την πόρτα.

    3. πιέζω, θλίβω, σφίγγω.
    4. (απλ.) μισοκλείνω.
    5. (απλ.) φέρω, κουβαλώ•

    -ли на себе три мешка έφεραν για τον εαυτό τους τρία τσουβάλια.

    6. αμ. έρχομαι•

    -пр к нам и сидит αυτός μας ήρθε και κάθεται.

    εκφρ.
    припереть к стене – κολλώ στον τοίχο (αποστομώνω, εξουδετερώνω).
    (απλ.) έρχομαι•

    ты зачем сюда -рся? γιατί μας ήρθες εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > припереть

  • 106 приструнить

    ρ.σ.μ. συμμαζεύω, περιορίζω, σφίγγω τα λουριά χαλιναγωγώ, συμμορφώνω.

    Большой русско-греческий словарь > приструнить

  • 107 притеснить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притеснённый, βρ: -нён, -нена, -но. ρ.σ.μ.
    1. καταπιέζω, καταδυναστεύω, τυραννώ.
    2. πιέζω, σφίγγω στριμώχνω•

    неприятель -ли к реке τον εχθρό τον στρίμωξαν στο ποτάμι.

    Большой русско-греческий словарь > притеснить

  • 108 притиснуть

    ρ.σ.μ. σφίγγω, πιέζω δυνατά σε κάτι• μαγγώνω• συνθλίβω κολλώ•

    вы меня -ли к стене εσείς με κολλήσατε στον τοίχο•

    палец μαγγώνω το δάχτυλο.

    σφίγγομαι, πιέζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. я -лся к забору и ждал, пока давка прекратиться εγώ κόλλησα στον περίβολο και περίμενα, ώσπου να πάψει ο συνωστισμός.

    Большой русско-греческий словарь > притиснуть

  • 109 прищемить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прищемленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    συνθλίβω, σφίγγω, μαγγώνω πιάνω.

    Большой русско-греческий словарь > прищемить

  • 110 пробрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρό•

    пробрать бранный, βρ: -бран, -а, -о.

    1. (για ψύχος)• δυναμώνω, σφίγγω, πιάνω γερά...
    μτφ. κυριεύομαι, με πιάνει•

    его -ал страх τον έπιασε φόβος•

    е -ла дрожь την έπιασε τρεμούλα.

    2. μαλώνω, κατσαδιάζω• επιτιμώ.
    3. βοτανίζω, ξεχορταριάζω.
    4. φτιάχνω χωρίστρα (στηνκόμη).
    1. προχωρώ με δυσκολία (ανάμεσα από εμπόδια), διασχίζω με δυσκολία διεισδύω•

    пробрать сквозь толпу διασχίζω το πλήθος.

    2. εισδύω, εισχωρώ κρυφά•

    воры -лись в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > пробрать

  • 111 расхлябать

    ρ.σ.μ.
    1. κουνώ, κλυδωνίζω• ξε σφίγγω, ξελασκάρω με το κούνημα•

    расхлябать болт ξελασκάρω το μπουλόνι με το κούνημα.

    2. μτφ. ξεχαρβαλώνω, αποδιοργανώνω, εξαρθρώνω.
    1. κουνιέμαι, κλυδωνίζομαι• ξεσφιγγω, -ομαι, ξελασκάρω από το κούνημα.
    2. μτφ. ξεχαρβαλιάζομαι, εξαρθρώνομαι, αποδιοργανώνομαι παρακμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > расхлябать

  • 112 свести

    сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,
    επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•

    свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.

    2. βλ. отвести (1 σημ.),
    3. βλ. сводить 1.
    4. αναμερίζω, απομακρύνω•

    лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.

    5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•

    свести пятно βγάζω το λεκέ.

    6. κόβω (το δάσος).
    7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).
    8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•

    свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•

    -брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.

    || συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.
    9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.
    10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.
    11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•

    свести курение περιορίζω το κάπνισμα•

    свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.

    || φέρω, πε.-ριάγω.
    12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•

    свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.

    εκφρ.
    свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•
    свести с престола – εκθρονίζω•
    свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).
    1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•

    расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.

    3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•

    серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.

    Большой русско-греческий словарь > свести

  • 113 супонить

    ρ.σ.μ. σφίγγω το λωρί της λαιμαριάς.
    ся σφίγγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > супонить

  • 114 тискать

    ρ.δ.μ.
    1. πιέζω, θλίβω, σφίγγω,πατώ, ζουπίζω• στριμώχνω.
    2. (τυπογρ.) πιέζω.
    3. τυπώνω.
    1. πιέζομαι, θλίβομαι, σφίγγομαι.
    2. συνωθούμαι, στριμώχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > тискать

  • 115 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 116 ужать

    ужму, ужмшь ρ.σ.μ. στενεύω, μαζεύω, περιορίζω το μέγεθος. || μτφ. (απλ.) λιγοστεύω, ελαττώνω• σφίγγω•
    στενεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.μ. (διαλκ.) θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ужать

  • 117 укатать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укатанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. κυλώ, στρώνω, ομαλύνω• ι,σώνω• λειαίνω.
    2. βλ. валять (2 σημ.).
    3. (απλ.) κουράζω με την αμαξάδα.
    4. εξαποστέλλω, στέλλω μακριά•

    укатать в Сибирь στέλλω μακριά στη Σιβηρία.

    καθαμαξεύω, ισώνω, στρώνω• ομαλύνω με τις διαδρομές αμαξιών. || πατιέμαι, συμπυκνώνομαι, σφίγγω.

    Большой русско-греческий словарь > укатать

  • 118 укоротить

    -рочу, -ротишь κ. παλ. укоротитьротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укороченный, βρ:
    чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βραχύνω, κοντεύω• μικραίνω•

    укоротить рукава κοντεύω τα μανίκια•

    укоротить свои шаги μικραίνω τα βήματα μου.

    2. (για χρόνο)• συντομεύω, συντέμνω, κόβω•

    укоротить срок συντομεύωτην προθεσμία•

    укоротить растояние συντομεύω την απόσταση.

    3. μτφ. χαλιναγωγώ, σφίγγω τα λουριά, περιορίζω• κάνω ευπειθή.
    εκφρ.
    укоротить хвост кому – (απλ.) βλ. 3 σημ. укоротить язык кому (απλ.) υποχρεώνω κάποιον να μιλά λιγότερο ή να μή αυθαδιάζει.
    1. βραχύνομαι, κοντεύομαι, μικραίνω.
    2. συντομεύομαι, συντέμνομαι.
    3. μτφ. χαλιναγωγούμαι, περιορίζομαι• γίνομαι ευπειθής.

    Большой русско-греческий словарь > укоротить

  • 119 щемить

    -мит, μτχ. ενστ. щемящий
    ρ.δ. πιέζω, θλίβω• σφίγγω.
    (απρόσ.) πονώ•

    меня ή мне -ит грудь μου ιτονεί το στήθος•

    сердце -ит μου πονά η καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > щемить

См. также в других словарях:

  • σφίγγω — bind tight pres subj act 1st sg σφίγγω bind tight pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφίγγω — σφίγγω, έσφιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… …   Dictionary of Greek

  • σφίγγω — έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος 1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. 2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια. 3. πιέζω κάποιον έτσι που να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφίγγον — σφίγγω bind tight pres part act masc voc sg σφίγγω bind tight pres part act neut nom/voc/acc sg σφίγγω bind tight imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σφίγγω bind tight imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφίγγῃ — σφίγγω bind tight pres subj mp 2nd sg σφίγγω bind tight pres ind mp 2nd sg σφίγγω bind tight pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφίγξαι — σφίγγω bind tight aor imperat mid 2nd sg σφίγγω bind tight aor inf act σφίγξαῑ , σφίγγω bind tight aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφίγξον — σφίγγω bind tight aor imperat act 2nd sg σφίγγω bind tight fut part act masc voc sg σφίγγω bind tight fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφίγξω — σφίγγω bind tight aor subj act 1st sg σφίγγω bind tight fut ind act 1st sg σφίγγω bind tight aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσφιγμένα — σφίγγω bind tight perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσφιγμένᾱ , σφίγγω bind tight perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσφιγμένᾱ , σφίγγω bind tight perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφιγγομένων — σφίγγω bind tight pres part mp fem gen pl σφίγγω bind tight pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»