Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συχνῷ

См. также в других словарях:

  • συχνῶ — συχνάζω to be frequent fut ind act 1st sg (attic epic ionic) συχνός long masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνῷ — συχνάζω to be frequent fut opt act 3rd sg συχνός long masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»