Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σφύραινα

См. также в других словарях:

  • σφύραινα — bicuda fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύραινα — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σφυραινιδών, της τάξης των περκόμορφων. Τα ψάρια αυτά, που αντιπροσωπεύονται από ένα μόνο γένος, το οποίο περιλαμβάνει 20 περίπου είδη, είναι διαδομένα σε όλες τις εύκρατες ζώνες. Οι σ. είναι σαρκοφάγες, έχουν… …   Dictionary of Greek

  • σφυραίνας — σφυραίνᾱς , σφύραινα bicuda fem acc pl σφυραίνᾱς , σφύραινα bicuda fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυραινῶν — σφύραινα bicuda fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυραίνης — σφύραινα bicuda fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυραίνῃ — σφύραινα bicuda fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύραιναι — σφύραινα bicuda fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύραιναν — σφύραινα bicuda fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • κέστρα — η (Α κέοτρα) νεοελλ. 1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό 2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»