-
1 σφύραινα
-
2 σφυραινα
ἡ сфирена ( род морской рыбы) Arst. -
3 σφύραινα
σφύραιναbicuda: fem nom /voc sg -
4 σφύραινα
a the bicuda, Sphyraena spet;Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφύραινα
-
5 σφύραινα
σφύραινα, ἡ, ein Meerfisch, der Hammerfisch, nach seiner Gestalt benannt -
6 σφύραινα
η сфирена, барракуда (рыба) -
7 σφύραινα
[сфирэна] ουσ. Θ. рыба-молот.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφύραινα
-
8 σφύραινα
[сфирэна] ουσ θ рыба-молот. -
9 σφυραίνας
σφυραίνᾱς, σφύραιναbicuda: fem acc plσφυραίνᾱς, σφύραιναbicuda: fem gen sg (doric aeolic) -
10 σφυραίνης
σφύραιναbicuda: fem gen sg (attic epic ionic) -
11 σφύραιναι
σφύραιναbicuda: fem nom /voc pl -
12 σφύραιναν
σφύραιναbicuda: fem acc sg -
13 sphyraena
sphyraena, ae, f. (σφύραινα), ein Meerfisch, sonst sudis gen., Plin. 32, 154.
-
14 κέστρα
κέστρα, ἡ (κεντέω), 1) der Spitzhammer, mit einem gespitzten u. einem kolbigen Ende, Soph. frg. 21 bei Poll. 10, 160. – Auch der Pfriem u. die Streitaxt, Hesych. – 2) ein Fisch, nach Poll. 6, 50 = σφύραινα, od. nach Phot. μύραινα, der als Leckerei berühmt war, Ar. Nubb. 338, wo der Schol. zu vergleichen; s. noch die Beispiele der comici det Ath. VII, 323 b u. vgl. κεστρεύς.
-
15 молот-рыба
зоол. η σφύραινα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молот-рыба
-
16 рыбца
рыбцаж τό ψάρι, ὁ Ιχθύς / ἡ μαρίδα (мелкая):\рыбцамеч ὁ ξιφίας, ὁ ξιφιός· \рыбцамолот ἡ σφύραινα, ὁ λοῦτσος· удить \рыбцау ψαρεύω· торговец \рыбцаой ὁ ἰχθυοπώλης, ὁ ίχθυέμπορος· ◊ (чу́вствовать себя) как \рыбца в воде εἶμαι στό στοιχείο μου· ни \рыбца ни мясо погов. ἀνθρωπος νερόβραστος· нем как \рыбца βουβός σάν ψάρι, ἄφωνος ὡς Ιχθύς· (биться) как \рыбца об лед εἶμαι σέ ἀδιέξοδο. -
17 σφυραινών
-
18 σφυραινῶν
-
19 σφυραίνη
-
20 σφυραίνῃ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σφύραινα — bicuda fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφύραινα — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σφυραινιδών, της τάξης των περκόμορφων. Τα ψάρια αυτά, που αντιπροσωπεύονται από ένα μόνο γένος, το οποίο περιλαμβάνει 20 περίπου είδη, είναι διαδομένα σε όλες τις εύκρατες ζώνες. Οι σ. είναι σαρκοφάγες, έχουν… … Dictionary of Greek
σφυραίνας — σφυραίνᾱς , σφύραινα bicuda fem acc pl σφυραίνᾱς , σφύραινα bicuda fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυραινῶν — σφύραινα bicuda fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυραίνης — σφύραινα bicuda fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυραίνῃ — σφύραινα bicuda fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφύραιναι — σφύραινα bicuda fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφύραιναν — σφύραινα bicuda fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
κέστρα — η (Α κέοτρα) νεοελλ. 1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό 2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν.… … Dictionary of Greek