Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θηκαῖος

См. также в других словарях:

  • θηκαίος — θηκαῑος, ία, ον (Α) [θήκη] 1. φρ. «οἴκημα θηκαῑον» οίκημα που μοιάζει με θήκη, με σαρκοφάγο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηκαῑον η θήκη …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • θηκαίοις — θηκαί̱οις , θηκαῖος like a chest masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκαίῳ — θηκαί̱ῳ , θηκαῖος like a chest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»