Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συν-νομή

См. также в других словарях:

  • ԲԱՇԽԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 438 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. γεωμόρος, ὀ σύν νομή agricola, colonus, habens portionem Կցորդ բաժնի երկրի. վիճակակից ʼի սահմանս անդաստանաց. *Սահմանակիցք իսկ, եւ բաշխակիցք՝ զայլս վանելով: Այր, եւ վիճակ բաշխակից.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • νομέας — (I) ο (Α νομεύς, έως και μτγν τ. νομέας, ου, επικ. γεν. νομῆος) ποιμένας, βοσκός νεοελλ. 1. (νομ.) το υποκείμενο τής νομής, εκείνος που ασκεί φυσική εξουσία επί πράγματος «διανοίᾳ κυρίου», δηλαδή θέλοντας να έχει το πράγμα δικό του 2. συν. στον… …   Dictionary of Greek

  • νόμιος — Προσωνύμιο διαφόρων θεών στην αρχαία Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλούσαν έτσι τον Δία, τον Απόλλωνα, τον Πάνα, τον Ερμή, τον Διόνυσο και τις Νύμφες. * * * (I) νόμιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποιμένες, ποιμενικός 2. (το αρσ.)… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»