-
1 σύντομ'
σύντομα, σύντομοςcut short: neut nom /voc /acc plσύντομε, σύντομοςcut short: masc /fem voc sg -
2 συντομεύω
A cut short, Suid. and Zonar. s.v. ἀποσχεδιάσας:—also συντόμησον, for - ευσον or - ισον, Suid. s.v. κεφαλαίωσον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντομεύω
-
3 συντομή
συντομ-ή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντομή
-
4 συντομία
συντομ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντομία
-
5 συντομίζω
A = συντέμνω, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντομίζω
-
6 συντόμιον
συντόμ-ιον, τό, in pl., =A tessera, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντόμιον
-
7 σύντομος
σύντομ-ος, ον,A cut short, abridged, esp. of a road, ἀτραπὸς ξ. a short cut, Ar.Ra. 123;ἡ κατάβασις -ωτέρη Hdt.7.223
;τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ Id.1.185
, 4.136; - ώτατον the shortest cut, Id.2.158, 4.183;τὰ -ώτατα Th.2.97
; σύντομος (sc. ὁδός) Hdt.5.17, X.HG7.2.13, etc.;- ωτάτη ὁδός Heraclit.
(?) 135;τὴν -ωτάτην.. ἦγε X.HG7.5.21
; cf.συντέμνω 11
, 111.2 of language, concise, brief, (troch.), cf. E.Heracl. 784 ([comp] Sup.), etc;- ώτερος ὁ λόγος Isoc.3.27
;σ. λέξις Arist.Rh. 1414a25
; ; σ. ἀνάμνησις a concise summary, Id.Rh.Al. 1433b29;διαλογισμός Epicur.Ep.2p.35U.
; φανῶ.. σημεῖα τῶνδε ς. S.OT 710; τὸ ς. conciseness, D.H. Vett.Cens.3.1.3 of other things,- ωτάτη διαπολέμησις Th.7.42
; σ. ἐμβολή, παρουσία, etc., Plb.3.78.6, 11.1.1, etc.4 of stature, short, Call.Epigr.13.II Adv. - μως concisely, briefly, σ. φημίσασθαι, λέξειν, etc., A.Ag. 629, Eu. 585, etc.; πεύσει τὰ πάντα ς. ib. 415;ὡς σ. εἰπεῖν Pl.Ti. 25e
: also neut. pl.,εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα S.Ant. 446
(v.l. συντόμως): [comp] Comp.- ώτερον Isoc.4.64
, etc.: [comp] Sup.- ώτατα Id.10.30
;συντομώτατον εἰπεῖν Alex.245.4
: but also - ωτέρως, Is.11.3 (cj.), Epicur.Ep.1p.27U.; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντομος
См. также в других словарях:
σύντομ' — σύντομα , σύντομος cut short neut nom/voc/acc pl σύντομε , σύντομος cut short masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
Byzantinisches Recht — Byzantinisches Recht, das nach Justinian bis zum Untergang des Byzantinischen Reichs weiter gebildete od. bearbeitete, namentlich Römische Recht, daher es auch gewöhnlich Jus civile postjustinianeum genannt wird. Schon unter u. bald nach… … Pierer's Universal-Lexikon
γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… … Dictionary of Greek