Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνηθίζω

  • 21 освоить

    -ою, -оишь
    ρ.σ.μ.
    αφομοιώνω, αξιοποιώ καλλιεργώ•

    освоить грамматических правил αφομοιώνω τους γραμματικούς κανόνες•

    освоить новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη.

    || καταχτώ, γνωρίζω επιστημονικά•

    освоить крайный север καταχτώ τον Ακρο Βορά.

    || συνηθίζω, εξοικιώνω.
    αφομοιώνω•

    освоить с философской терминологией αφομοιώνω τη φιλοσοφική ορολογία.

    || εξοικιώνομαι, συνηθίζω (για περιβάλλον κλίμα κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > освоить

  • 22 повадить

    -ажу, -адишь
    ρ.σ.μ.
    μαθαίνω, συνηθίζω, εξοικειώνω.
    μαθαίνω, συνηθίζω, εξοικειώνομαι•

    кошка -лась в чулан лазить η γάτα συνήθισε να χώνεται στο κελάρι•

    -лся кувшин по воду ходить, тут ему и голову положить πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μα κάποτε θα σπάσει.

    || γίνομαι βαρετός επισκέπτης.

    Большой русско-греческий словарь > повадить

  • 23 привыкнуть

    -ну, -нетаь, παρλθ. χρ. привык
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    συνηθίζω•

    привыкнуть курить συνηθίζω το κάπνισμα (να καπνίζω)•

    я привык говорить правду συνήθισα να λέγω την αλήθεια.

    || προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι (για κατάσταση, περιβάλλον κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > привыкнуть

  • 24 приобыкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. при- обык, -ла, -ло
    ρ.σ. (παλ. κ. απλ.) συνηθίζω, προσαρμόζομαι•

    приобыкнуть к делу συνηθίζω στη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > приобыкнуть

  • 25 прислушаться

    ρ.σ.
    1. αφουγκράζομαι, αυτιά-ζομαι, τεντώνω τ αυτί ή τ αυτιά.
    2. μτφ. παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•

    прислушаться к советам друга ακούω τις συμβουλές του φίλου.

    3. συνηθίζω (για ήχο κ.τ.τ.)• прислушаться к шуму улицы συνηθίζω στο θόρυβο του δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > прислушаться

  • 26 приучить

    μαθαίνω, εξοικειώνω, συνηθίζω,

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приучить

  • 27 осмотреть

    осмотреть 1) εξετάζω, ελέγχω· \осмотреть больного εξετάζω τον άρρωστο 2) (посетить) επισκέπτομαι· \осмотреть город επισκέπτομαι την πόλη \осмотреться προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρα μου· συνηθίζω (привыкнуть)
    * * *
    1) εξετάζω, ελέγχω

    осмотре́ть больно́го — εξετάζω oν άρρωστο

    2) ( посетить) επισκέπτομαι

    осмотре́ть го́род — επισκέπτομαι την πόλη

    Русско-греческий словарь > осмотреть

  • 28 осмотреться

    προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρά μου; συνηθίζω ( привыкнуть)

    Русско-греческий словарь > осмотреться

  • 29 втягиваться

    втягивать||ся
    (привыкать) συνηθίζω, μαθαίνω/ ρίχνομαι μέ τά μούτρα (пристраститься):
    \втягиватьсяся в работу ἀρχίζει νά μοῦ ἀρέσει ἡ καινούρια δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > втягиваться

  • 30 изолгаться

    изолгаться
    сов разг συνηθίζω νά λέω ψέμματα, λέω ὅλο ψέμματα.

    Русско-новогреческий словарь > изолгаться

  • 31 обживаться

    обживаться
    несов συνηθίζω, ἐξοικειώνομαι σ' ἕνα τόπο.

    Русско-новогреческий словарь > обживаться

  • 32 оглядеться

    оглядеть||ся
    1. см. оглядываться-2. черен, (привыкнуть) συνηθίζω.

    Русско-новогреческий словарь > оглядеться

  • 33 осматриваться

    осматривать||ся
    1. (вокруг себя) κυττάζω γύρω·
    2. (ориентироваться) προσανατολίζομαι/ συνηθίζω (привыкать).

    Русско-новогреческий словарь > осматриваться

  • 34 привыкать

    привыкать
    несов, привыкнуть сов συνηθίζω, μαθαίνω, τό παίρνω συνήθειο.

    Русско-новогреческий словарь > привыкать

  • 35 присматриваться

    присматривать||ся
    1. κυτάζω προσεκτικά·
    2. (привыкать) ἐξοικειώνομαι, συνηθίζω.

    Русско-новогреческий словарь > присматриваться

  • 36 притерпеться

    притерпеться
    сов разг (к чему-л.) συνηθίζω (σέ κάτι).

    Русско-новогреческий словарь > притерпеться

  • 37 приучаться

    приучать||ся
    συνηθίζω (άμεχ.), μαθαίνω (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > приучаться

  • 38 роль

    рол||ь
    ж прям., перен ὁ ρόλος:
    руководящая \роль ὁ ἡγετικός ρόλος· главная \роль ὁ κύριος ρόλος· второстепенная \роль ὁ δευτερεύων ρόλος' быть на первых \рольях прям., перен παίζω τόν πρώτο ρόλο· быть на вторых \рольях прям., перен παίζω δεύτερους ρόλους· играть \рольпрям., перен παίζω (τό) ρόλο· входить в \роль μπαίνω στό ρόλο μου, συνηθίζω κάτι· знать свою \роль перен ξέρω τό ρόλο μου· выступать в роли кого-л. перен ἐμφανίζομαι στό ρόλο· ◊ это не играет никакой \рольи αὐτό δέν ἐχει καμμιά σημασία· это сыграло свою \роль в... αὐτό ἐπαιξε τό ρόλο του.

    Русско-новогреческий словарь > роль

  • 39 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 40 сживаться

    сживаться
    несов (с кем-л., с чем-л.) συνηθίζω, ἐξοικειώνομαι:
    \сживаться друг с дру́-гом συνηθίζουμε ὁ ἕνας τόν ἀλλον \сживаться» с мыслью ὁ... τό παίρνω ἀπόφαση ὅτι...

    Русско-новогреческий словарь > сживаться

См. также в других словарях:

  • συνηθίζω — συνηθίζω, συνήθισα, συνηθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: συνηθίζω : η μτχ. συνηθισμένος χρησιμοποιείται ορισμένες φορές στην περίφραση είμαι συνηθισμένος (με την έννοια → έχω συνηθίσει να κάνω κάτι κτλ.) και συχνά ως επίθετο με τις έννοιες →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνηθίζω — ΝΜA κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι νεοελλ. 1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα») 2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο») 3. αποκτώ ορισμένη… …   Dictionary of Greek

  • συνηθίζω — συνήθισα, συνηθισμένος 1. αμτβ., έχω τη συνήθεια: Συνηθίζει να διαβάζει κάτι πριν κοιμηθεί. 2. προσαρμόζομαι σε κάποια κατάσταση: Συνήθισε στη μελέτη. 3. μτβ., εξοικειώνομαι με κάτι: Συνήθισε το πιοτό και δεν μπορεί να το κόψει. 4. παθ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… …   Dictionary of Greek

  • κατεθίζω — (Α) καθιστώ κάτι συνηθισμένο 2. συνηθίζω, εξοικειώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐθίζω «συνηθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεθίζω — Α [ἐθίζω]·1. συνηθίζω κάποιον σε κάτι («τοὺς νέους... καρτερίαν καὶ εὐτελείαν προσεθίζων», Ξεν.) 2. παθ. προσεθίζομαι συνηθίζω τον εαυτό μου σε κάτι («ἑνὶ ἱματίῳ δι ἔτους προσεθίζεσθαι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • εγκλιματίζω — εγκλιμάτισα, εγκλιματίστηκα, εγκλιματισμένος, μτβ. 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει και να αναπτύσσεται σε κλίμα ξένου τόπου: Δεν εγκλιμάτισαν ακόμα την τίγρη στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. 2. το μέσ. εγκλιματίζομαι εξοικειώνομαι στο ξένο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έθω — ἔθω (Α) 1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ ἔρδεσκεν ἔθων» διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του) 2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται 3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος… …   Dictionary of Greek

  • ανεθίζομαι — ἀνεθίζομαι (Α) συνηθίζω σε κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»