-
1 συνηθίζω
[синитизо]р. (μτβ.) приучать, (αμτβ.) приучаться, привыкать, иметь обыкновение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνηθίζω
-
2 приучить
-учу -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.συνηθίζω, μαθαίνω• εξοικειώνω•приучить себя к холоду συνηθίζω τον εαυτό μου στο κρύο•
приучить к порядку συνηθίζω στην τάξη•
приучить себя рано вставать συνηθίζω τον εαυτό μου να σηκώνομαι νωρίς.
συνηθίζω, μαθαίνω• εξοικειώνομαι•я -лся рано вставать συνήθισα να σηκώνομαι νωρίς.
-
3 осваиваться
осваивать||сяσυνηθίζω, ἐξοικιώνομαι:\осваиватьсяся с климатом συνηθίζω τό κλίμα· \осваиватьсяся в новой среде συνηθίζω τό νέο περιβάλλον, ἐξοικιώνομαι μέ τό περιβάλλον. -
4 присмотреть
ρ.σ.1. επιβλέπω, επιτηρώ, παρακολουθώ, εποπτεύω προσέχω, φυλάγω•присмотреть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
|| φροντίζω, μεριμνώ.2. κοιτάζω να βρω, γυρεύω, αναζητώ, ερευνώ.1. κοιτάζω, παρατηρώ προσεχτικά. || προσέχοντας κατανοώ.2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι•-к работе συνηθίζω στη δουλειά•
присмотреть в темноте συνηθίζω στο σκοτάδι.
-
5 привыкать
-
6 привычка
привычка ж η συνήθεια, το συνήθιο* войти в \привычкау το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να...· приобрести \привычкау συνηθίζω· у меня \привычка έχω συνήθιο· по \привычкае από συνήθεια* * *жη συνήθεια, το συνήθιοвойти́ в привы́чку — το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να…
приобрести́ привы́чку — συνηθίζω
у меня́ привы́чка — έχω συνήθιο
по привы́чке — από συνήθεια
-
7 приучать
-
8 свыкаться
свыкатьсянесов, свыкнуться сов συνηθίζω:\свыкаться с мыслью о чем-л. συνηθίζω στήν Ιδέα. -
9 усваивать
усваиватьнесов1. συνηθίζω, ἐξοικειώνομαι:\усваивать навыки συνηθίζω· \усваивать привычку ἀποκτώ τή συνήθεια·2. (запомнить) μελετώ, ἀφομοιώνω, μαθαίνω:\усваивать уро́к μαθαίνω τό μάθημα·3. (пищу и т. п.) χωνεύω. -
10 войти
войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•
заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.
2. συμπεριλαμβάνομαι•войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.
|| γίνομαι μέλος•он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.
3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.
4. εισχωρώ, εισδύω•войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.
5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•
в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•
войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•
войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•
войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•
войти в известность γίνομαι γνωστός.
εκφρ.войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•войти в дружбу – πιάνω φιλία•войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•войти в лета ή в года ή в возраст – παλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό. -
11 втравить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втравленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. εξασκώ, μαθαίνω, ξεβγάζω•втравить собаку ξεβγάζω το σκυλί, το μαθαίνω να κυνηγά.
2. μτφ. συνηθίζω•приятели его -ли в пьянство οι φίλοι τον έμαθαν να πίνει, (να μεθά).
1. εξασκούμαι, μαθαίνω, ξεβγαίνω.2. μτφ. συνηθίζω, παρασύρομαι• σε κακές έξεις. -
12 втянуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. τραβώπρος τα μέσα, εισέλκω.2. παίρνω μέσα, ρουφώ (αέρα, υγρά). || συμπτύσσω, μαζεύω μέσα (κοιλιά κεφάλι κ.τ.τ,), χώνω.3. μτφ. προσελκύω, παρασέρνω, τραβώ•его -ли в карточную игру τον τράβηξαν στο χαρτοπαίγνιο.
1. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι μέσα, μπαίνω, χώνομαι μέσα.2. εισέρχομαι βαθμιαία.3. προσελκύομαι, επιδίδομαι, τραβιέμαι• παίρνω μέρος•-в игре на биллиарде με τραβά το μπιλιάρδο•
в разговор -лись мать и сестра ατή συνομιλία πήραν μέρος η μητέρα και η αδερφή.
|| συνηθίζω λίγο-λίγο•втянуть в работу λίγο-λίγο συνηθίζω στη δουλειά.
-
13 выездить
-езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выезженный, βρ: -жен, -а -о, ρ.σ.μ.1. εξασκώ, μαθαίνω, συνηθίζω το άλογο στη ζεύξη.2. (απλ.) κερδίζω, τα εξοικονομώ με το αμάξι.3. ταξιδεύω παντού (με το αμάξι). || συνηθίζω στη ζεύξη. -
14 дрессировать
-рую, -руешьρ.δ.μ.(για ζώα) δαμάζω, τιθασεύω• εξασκώ, εκγυμνάζω, συνηθίζω• εξημερώνω. || ειρν. υποτάσσω, συνηθίζω σε αυστηρή πειθαρχία.δαμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
15 навыкнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. навык, -ла, -ло ρ.σ. (παλ. κ. απλ.) συνηθίζω•работать (ή к работе) συνηθίζω (σ)τη δουλειά.
-
16 наметать
-
17 насобачиться
-чусь, -чишьсяρ.σ. (απλ.) συνηθίζω•насобачиться стрелять συνηθίζω να πυροβολώ.
-
18 обвыкнуть
-
19 обжить
-иву, -ившь, παρλθ. χρ. обжил-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обжитой, βρ: обжит, -а, -о κ. обжитый, βρ: -жит, -а, -оρ.σ.μ. εξοικειώνω, συνηθίζω, προσαρμόζω (στο περιβάλλον κ.τ.τ.).1. εξοικειώνομαι, συνηθίζω, προσαρμόζομαι.2. παλ. αποχτώ, δημιουργώ, φτιάχνω•обжить семьй αποχτώ οικογένεια.
-
20 оглядеть
-яжу, -дишьρ.σ.μ.περί βλέπω, περισκοπώ, κοιτάζω ολόγυρα.1. βλ. ρ. ενεργ. φ.2. συνηθίζω να διακρίνω στο σκοτάδι.3. μτφ. προσαρμόζομαι στο περιβάλλον, συνηθίζω γνωρίζομαι με το περιβάλλον.
См. также в других словарях:
συνηθίζω — συνηθίζω, συνήθισα, συνηθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: συνηθίζω : η μτχ. συνηθισμένος χρησιμοποιείται ορισμένες φορές στην περίφραση είμαι συνηθισμένος (με την έννοια → έχω συνηθίσει να κάνω κάτι κτλ.) και συχνά ως επίθετο με τις έννοιες →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνηθίζω — ΝΜA κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι νεοελλ. 1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα») 2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο») 3. αποκτώ ορισμένη… … Dictionary of Greek
συνηθίζω — συνήθισα, συνηθισμένος 1. αμτβ., έχω τη συνήθεια: Συνηθίζει να διαβάζει κάτι πριν κοιμηθεί. 2. προσαρμόζομαι σε κάποια κατάσταση: Συνήθισε στη μελέτη. 3. μτβ., εξοικειώνομαι με κάτι: Συνήθισε το πιοτό και δεν μπορεί να το κόψει. 4. παθ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… … Dictionary of Greek
κατεθίζω — (Α) καθιστώ κάτι συνηθισμένο 2. συνηθίζω, εξοικειώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐθίζω «συνηθίζω»] … Dictionary of Greek
προσεθίζω — Α [ἐθίζω]·1. συνηθίζω κάποιον σε κάτι («τοὺς νέους... καρτερίαν καὶ εὐτελείαν προσεθίζων», Ξεν.) 2. παθ. προσεθίζομαι συνηθίζω τον εαυτό μου σε κάτι («ἑνὶ ἱματίῳ δι ἔτους προσεθίζεσθαι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 … Dictionary of Greek
φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 … Dictionary of Greek
εγκλιματίζω — εγκλιμάτισα, εγκλιματίστηκα, εγκλιματισμένος, μτβ. 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει και να αναπτύσσεται σε κλίμα ξένου τόπου: Δεν εγκλιμάτισαν ακόμα την τίγρη στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. 2. το μέσ. εγκλιματίζομαι εξοικειώνομαι στο ξένο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έθω — ἔθω (Α) 1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ ἔρδεσκεν ἔθων» διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του) 2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται 3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος… … Dictionary of Greek
ανεθίζομαι — ἀνεθίζομαι (Α) συνηθίζω σε κάτι … Dictionary of Greek