-
1 осмотреться
προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρά μου; συνηθίζω ( привыкнуть) -
2 оглядеться
оглядеться κοιτάζω ολόγυρα· προσανατολίζομαι (тж. перен.* * *κοιτάζω ολόγυρα; προσανατολίζομαι (тж. перен.) -
3 ориентироваться
-
4 ориентироваться
ориентир||оватьсяπροσανατολίζομαι:легко \ориентироватьсяоваться προσανατολίζομαι εὐκολα. -
5 ориентировать
προσανατολίζω-ся на местности προσανατολίζομαι επί του εδάφους/επί τόπου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентировать
-
6 переориентировать
προσανατολίζω εκ νέουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переориентировать
-
7 осмотреть
осмотреть 1) εξετάζω, ελέγχω· \осмотреть больного εξετάζω τον άρρωστο 2) (посетить) επισκέπτομαι· \осмотреть город επισκέπτομαι την πόλη \осмотреться προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρα μου· συνηθίζω (привыкнуть)* * *1) εξετάζω, ελέγχωосмотре́ть больно́го — εξετάζω oν άρρωστο
2) ( посетить) επισκέπτομαιосмотре́ть го́род — επισκέπτομαι την πόλη
-
8 осматриваться
осматривать||ся1. (вокруг себя) κυττάζω γύρω·2. (ориентироваться) προσανατολίζομαι/ συνηθίζω (привыкать). -
9 ставка
ставк||а Iас1. (тариф и т. ἡ.) ὁ μισθός:\ставка заработной платы ὁ μισθός·2. (в игре) ἡ μίζα, ἡ πόστα·3. (ориентация) ἡ γραμμή, ἡ κατεύθυνση, ὁ προσανατολισμός· ◊ очная \ставка юр. ἡ ἀντι-παράσταση· делать \ставкау ὑπολογίζω, στηρίζομαι, προσανατολίζομαι σέ κάτι· делать последнюю \ставкау κάνω τήν τελευταία ἀπόπειρα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα.ставка II ж воен. ἡ ἔδρα:\ставка Верховного главнокомандующего τό στρατη-γεῖον. -
10 ориентироваться
[αριιντίραβατ'σα] ρ. προσανατολίζομαι -
11 ориентироваться
[αριιντίραβατ'σα] ρ προσανατολίζομαι -
12 определить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. καθορίζω, προσδιορίζω•определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•
обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.
|| κάνω διάγνωση•определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.
(μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.
|| διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.
3. σημειώνω, διαγράφω•определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.
4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•
отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.
1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.
2. προσανατολίζομαι.3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•-в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•
определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•
определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).
-
13 ориентировать
-руга, -руешь ρ.δ.κ.σ.μ.1. προσανατολίζω.2. μτφ. ενημερώνω, κατατοπίζω.3. μτφ. κατευθύνω• στρέφω.προσανατολίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
14 переориентировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. προσανατολίζω εκ νέου ή αλλιώς.προσανατολίζομαι εκ νέου ή διαφορετικά.
См. также в других словарях:
προσανατολίζομαι — προσανατολίζομαι, προσανατολίστηκα, προσανατολισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσανατολίζω — Ν 1. στρέφω κάτι προς την ανατολή 2. στρέφω, κατευθύνω κάτι προς ένα ορισμένο σημείο τού ορίζοντα 3. συντελώ ώστε να λάβει κανείς τη σωστή κατεύθυνση 4. μτφ. κατατοπίζω κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα, καθιστώ κάποιον ενήμερο 5. μέσ.… … Dictionary of Greek
υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… … Dictionary of Greek