Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνηθίζω

  • 61 лишение

    ουδ.,
    1. στέρεση•

    лишение свободы στέρηση ελευθερίας•

    лишение избирательных прав στέρηση εκλογικού δικαιώματος•

    лишение гражданских прав στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

    2. πλθ. -я στερήσεις, ανέχεια, ένδεια•

    приучить себя к лишениям συνηθίζω τον εαυτό μου στις στερήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > лишение

  • 62 нагонять

    ρ.δ.
    βλ. нагнать.
    φτάνω, εξισώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    βλ. нагнать.
    ρ.σ.
    1. βλ. погонять 2
    συγκετρώνω, μαζεύω.
    2. ξευγάζω, συνηθίζω κυνηγετικό σκύλο. || παραμένω πολύ στη βοσκή, βοσκώ πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > нагонять

  • 63 наездить

    -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. наезженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πηγαίνω, ταξιδεύω•

    на чахлом коне много не -дишь με παλιάλογο μακριά δε θα πας.

    || διανύω, διατρέχω, κάνω.
    2. κερδίζω, βγάζω με τη μεταφορά, με το αγώγι.
    3. ανοίγω, κάνω δρόμο (με συχνές διαδρομές), πατώ.
    4. συνηθίζω στο σαμάρωμα, στη ζεύξη, στην ιππασία.
    διανυω, διατρέχω μεγάλη απόσταση•

    наездить на велосипеде κάνω πολύ ποδηλασία, χορταίνω ποδηλασία.

    Большой русско-греческий словарь > наездить

  • 64 наезживать

    ρ.δ.
    βλ. наездить.
    κερδίζω, βγάζω από τη μεταφορά (αγώγι). || συνηθίζω στην ιππασία.

    Большой русско-греческий словарь > наезживать

  • 65 наладить

    -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•

    наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•

    наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.

    2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.
    3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.
    4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.
    5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.
    6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.
    3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•

    -лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > наладить

  • 66 наловчиться

    -усь, -ишься
    ρ.σ.
    αποκτώ πείρα, δεξιοτεχνία συνηθίζω.

    Большой русско-греческий словарь > наловчиться

  • 67 натореть

    -ею, -ешь ρ.σ. (απλ.) αποκτώ πείρα, ψήνομαι, συνηθίζω, τρίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > натореть

  • 68 обдержаться

    -ержусь, -ржишься
    ρ.σ. (παλ. κ. απλ.)
    1. συνηθίζω, εξοικιώνομαι.
    2. καταξοδεύομαι, μένω με τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > обдержаться

  • 69 облежать

    -жу, -лишь
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) κάνω εύθετο (μέρος) για ξάπλωμα, στρώνω,ομαλύνω.
    συνηθίζω στο στρώμα, στο γιατάκι.

    Большой русско-греческий словарь > облежать

  • 70 обленить

    -еню, -нишь
    ρ.σ.μ. κάνω τεμπέλη, συνηθίζω κάποιον στη τεμπελιά.
    τεμπελιάζω, γίνομαι τεμπέλης.

    Большой русско-греческий словарь > обленить

  • 71 облетать

    ρ.δ.
    βλ. облететь.
    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облётанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. πετώ παντού•

    облетать всю страну πετώ σ όλη τη χώρα.

    2. μτφ. γυρίζω, περιέρχομαι•

    он -ал весь город αυτός γύρισε όλη την πόλη.

    3. δοκιμάζω αεροπλάνο στην πτήση.
    συνηθίζω στην πτήση.

    Большой русско-греческий словарь > облетать

  • 72 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 73 обсидеть

    -сижу, -сидишь, παθ. μτχ. πάρλα χρ. обсиженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ισιάζω, στρώνω με το διαρκές κάθισμα.
    συνηθίζω στο καθησιό ή στην παραμονή, διαμονή.

    Большой русско-греческий словарь > обсидеть

  • 74 обстрелять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обстрелянный.
    1. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    позиции противника βάλλω τις θέσεις του εχθρού•

    обстрелять из орудий κανονιοβολώ•

    обстрелять из пулемтов πολυβολώ, μυδραλιοβολώ•

    обстрелять из ружья τουφεκίζω.

    2. δοκιμάζω•

    обстрелять ружь δοκιμάζω το όπλο (τη βολή αυτού).

    3. (απλ.) ξεπερνώ στη βολή, στο ρίξιμο.
    συνηθίζω στη μάχη, στη βολή, παίρνω το βάπτισμα του πυρός, γίνομαι εμπειροπόλεμος, μπαρουτοκαπνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обстрелять

  • 75 обтереть

    оботру, оботршь, παρλθ. χρ. обтр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтртый, βρ: -трт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. обтерев κ. обтрши ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω, σφουγγίζω•

    губы καθαρίζω τα χείλη•

    обтереть лицо полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα•

    обтереть слёзы платком σκουπίζω τα δάκρυα με το μαντήλι.

    || πλύνω•

    обтереть руки спиртом πλύνω τα χέρια με οινόπνευμα.

    2. φθείρω, τρίβω, χαλνώ (με τη συνεχή χρήση).
    3. λειαίνω τρίβοντας.
    1. σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. || τρίβομαι.• спиртом τρίβομαι με οινόπνευμα.
    2. φθείρομαι» τρίβομαι•

    брики -лись το παντελόνι τρίφτηκε.

    3. μτφ. (απλ.) συνηθίζω, τρίβομαι, αποκτώ πείρα• προσαρμόζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обтереть

  • 76 обтерпеться

    -терплись, -терпишься
    ρ.σ. συνηθίζω, εξοικειώνομαι, μαθαίνω υπομένοντας.

    Большой русско-греческий словарь > обтерпеться

  • 77 объездить

    -зжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объезженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. объехать (1 σημ.).
    2. συνηθίζω στη ζεύξη, σαμάρωμα, σέλωμα ζεύω, σαμαρώνω, σελώνω.

    Большой русско-греческий словарь > объездить

  • 78 обыкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ.обик
    -ла, -ло
    ρ.σ. (διαλκ.) συνηθίζω, εξοικειώνομαι, προσαρμόζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обыкнуть

  • 79 подъездить

    ρ.σ.μ. συνηθίζω στην ιππασία, στη ζεύξη, στο σαμάρωμα,

    Большой русско-греческий словарь > подъездить

  • 80 помирить

    ρ.σ.μ. συμφιλιώνω.
    1. συμφιλιώνομαι.
    2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι.
    3. ικανοποιούμαι, ησυχάζω.

    Большой русско-греческий словарь > помирить

См. также в других словарях:

  • συνηθίζω — συνηθίζω, συνήθισα, συνηθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: συνηθίζω : η μτχ. συνηθισμένος χρησιμοποιείται ορισμένες φορές στην περίφραση είμαι συνηθισμένος (με την έννοια → έχω συνηθίσει να κάνω κάτι κτλ.) και συχνά ως επίθετο με τις έννοιες →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνηθίζω — ΝΜA κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι νεοελλ. 1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα») 2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο») 3. αποκτώ ορισμένη… …   Dictionary of Greek

  • συνηθίζω — συνήθισα, συνηθισμένος 1. αμτβ., έχω τη συνήθεια: Συνηθίζει να διαβάζει κάτι πριν κοιμηθεί. 2. προσαρμόζομαι σε κάποια κατάσταση: Συνήθισε στη μελέτη. 3. μτβ., εξοικειώνομαι με κάτι: Συνήθισε το πιοτό και δεν μπορεί να το κόψει. 4. παθ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… …   Dictionary of Greek

  • κατεθίζω — (Α) καθιστώ κάτι συνηθισμένο 2. συνηθίζω, εξοικειώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐθίζω «συνηθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεθίζω — Α [ἐθίζω]·1. συνηθίζω κάποιον σε κάτι («τοὺς νέους... καρτερίαν καὶ εὐτελείαν προσεθίζων», Ξεν.) 2. παθ. προσεθίζομαι συνηθίζω τον εαυτό μου σε κάτι («ἑνὶ ἱματίῳ δι ἔτους προσεθίζεσθαι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • εγκλιματίζω — εγκλιμάτισα, εγκλιματίστηκα, εγκλιματισμένος, μτβ. 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει και να αναπτύσσεται σε κλίμα ξένου τόπου: Δεν εγκλιμάτισαν ακόμα την τίγρη στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. 2. το μέσ. εγκλιματίζομαι εξοικειώνομαι στο ξένο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έθω — ἔθω (Α) 1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ ἔρδεσκεν ἔθων» διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του) 2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται 3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος… …   Dictionary of Greek

  • ανεθίζομαι — ἀνεθίζομαι (Α) συνηθίζω σε κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»