-
1 συνεχες
Iτό1) непрерывность Arst.τῶν ὕπνων τὸ μέ σ. Plut. — прерывистый сон
2) связность (sc. τοῦ βιβλίου Plut.)3) постоянная связь, непрерывное общение(τοῦ δήμου Plut.)
4) плотность, густота(τὸ πυκνὸν καὴ σ. Plut.)
5) упорство(τῆς ἁμίλλης Thuc.)
6) смежностьὁ κατὰ τὸ σ. Polyb. — непосредственно прилегающий
II -
2 συνεχές
( средний род от συνεχής) непрестанно -
3 συνεχής
ης, ες1) непрерывный; беспрерывный; постоянный; продолжительный;συνεχες κλάσμα мат. — непрерывная дробь;
συνεχές ρεύμα — эл. постоянный ток;
2) последовательный (о порядке);3) см. συνεχόμενος -
4 διαναπαυω
1) давать от времени до времени передышку(σῶμα, στρατόν Plut.)
δ. δύναμιν Polyb. — дать отдых войску;διαναπαύσωμεν αὐτόν Plat. — дадим ему передышку;δ. τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ Luc. — сделать остановку после непрерывного плавания2) от времени до времени отдыхать Arst., med. Plat., Luc. -
5 θυραυλια
ἥ тж. pl.1) жизнь под открытым небом(τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.)
2) воен. лагерная жизнь(θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.)
3) стояние у чужих дверей(συνεχές θ. Luc.)
-
6 ξυνεχης
21) непрерывный, сплошной (sc. ἥ κίνησις Arst.)λόφοι συνεχεῖς Plut. — сплошная гряда холмов
2) прилегающий (друг к другу), смежный(οἰκήματα Thuc.)
πύργοις σ. κλιτύς Eur. — прилегающий к замку холм3) непрекращающийся, постоянный(πόλεμος Plat.)
ξυνεχὲς ποικίλον Plat. — нескончаемое разнообразие4) связный(ῥῆσις Thuc.; λόγος Polyb.)
5) плотный, густой(ἔλαιον Plut.)
6) постоянно встречающийся, обыкновенный(ὄρνις Plut.)
7) настойчивый, стойкий, упорный(ἔν τινι Plut.). - см. тж. συνεχές
-
7 συνεχης
21) непрерывный, сплошной (sc. ἥ κίνησις Arst.)λόφοι συνεχεῖς Plut. — сплошная гряда холмов
2) прилегающий (друг к другу), смежный(οἰκήματα Thuc.)
πύργοις σ. κλιτύς Eur. — прилегающий к замку холм3) непрекращающийся, постоянный(πόλεμος Plat.)
ξυνεχὲς ποικίλον Plat. — нескончаемое разнообразие4) связный(ῥῆσις Thuc.; λόγος Polyb.)
5) плотный, густой(ἔλαιον Plut.)
6) постоянно встречающийся, обыкновенный(ὄρνις Plut.)
7) настойчивый, стойкий, упорный(ἔν τινι Plut.). - см. тж. συνεχές
-
8 υω
ὕω1) ниспосылать дождьὕε Ζεὺς συνεχές Hom. — Зевс не переставал посылать дождь;
νεφέλαι ὕουσι λεπτὸν ὥσπερ δρόσον Luc. — облака испускают мелкий, словно росу, дождь;πολὺν ὕ. χρυσόν Pind. — посылать золотой дождь;ὕδωρ τὸ ὑόμενον Plut. — дождевая вода, дождь2) impers. (преимущ. о дожде) идти, литьὕει Hes., Her. — идет дождь;
οὐκ ὕει οὐδέν Her. — совершенно нет дождя;ὕοντος πολλῷ Xen. — под проливным дождем;λέγεται ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Her. — рассказывают, что полил сильнейший дождь3) орошать дождемὕεται πᾶσα ἥ χώρη Her. — вся страна орошается дождями;ὕσθη σταγόσιν αἵματος ἥ πόλις Plut. — на город пролился кровавый дождь;λέων, ὅστε εἶσιν ὑόμενος καὴ ἀήμενος Hom. — лев, выходящий (на охоту) в дождь и в ветер
См. также в других словарях:
συνεχές — συνεχής holding together masc/fem voc sg συνεχής holding together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνεχες — συνόχωκα to be imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεχές — συνεχές , συνεχής holding together masc/fem voc sg συνεχές , συνεχής holding together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… … Dictionary of Greek
συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek