-
1 θυραυλια
ἥ тж. pl.1) жизнь под открытым небом(τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.)
2) воен. лагерная жизнь(θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.)
3) стояние у чужих дверей(συνεχές θ. Luc.)
1 θυραυλια
(τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.)
(θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.)
(συνεχές θ. Luc.)