-
1 συνεχίζω
A persist,ἔν τινι Metrod.Herc.831.8
: c. part., Phld.Mus.p.23 K.: abs., Id.Oec.p.70 J., Rh.1.150 S.; make continuous, Dam.Pr. 112; ἀναπνοὴ -ίζουσα respiration which leaves no intervals, rapid, Herod.Med. in Rh.Mus.58.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεχίζω
-
2 συνεχισμός
συνεχ-ισμός, ὁ,A = συνέχεια, Phld.Mus.p.23 K., Agathin. ap. Orib.10.7.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεχισμός
-
3 συνεχόντως
συνεχ-όντως, Adv.A = συνεχῶς, Phld.Rh.1.47 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεχόντως
См. также в других словарях:
χρυσοστίκτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επίχρυσες διακοσμήσεις («τέκτονας χρυσοστίκτας», Θεοφάν. Συνεχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στίκτης (< στίζω)] … Dictionary of Greek