Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμφυσῆσαι

См. также в других словарях:

  • συμφυσῆσαι — συμφυσάω blow together aor inf act (attic ionic) συμφῡσῆσαι , συμφυσάω blow together aor inf act (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυσώ — άω, Α [φυσῶ] 1. φυσώ μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) (για χαλκέα) φυσώντας τη φωτιά συντήκω, λειώνω στον ίδιο λέβητα («εἰ γὰρ τούτου ἐπιθυμεῑτε, θέλω ὑμᾱς συντῆξαι καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτὸ ὥστε δύ ὄντας ἕνα γεγονέναι», Πλάτ.) 3. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»