Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμφύη

См. также в других словарях:

  • συμφυῇ — συμφύω make to grow together aor subj pass 3rd sg συμφυή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυή — ἡ, Α [συμφύω] σύμφυση …   Dictionary of Greek

  • συμφυῆ — συμφυής born with one neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμφυής born with one masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμφυής born with one masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφύη — συμφύω make to grow together aor opt act 3rd sg συμφύω make to grow together aor opt act 3rd sg συμφύω make to grow together aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυέων — συμφυή fem gen pl (epic ionic) συμφυής born with one masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυήν — συμφυή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυῶν — συμφυή fem gen pl συμφυής born with one masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… …   Dictionary of Greek

  • SIRBONIS — quae SIRBON Stephan. Serbonis Herodoto ac Diodero Siculo, Barathra Polybio, palus ingens, melius stagnum Palaestinae in Aegypti confinio inter Casinm et pelusium, in ora maris Syriaci. Dionys. Η᾿ δ᾿ ὅςςοι νοτερῇσιν ἐπ᾿ ἠϊόνεσϚι θαλάσϚης Παῤῤαλίην …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»