Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμμᾰχ-έω

См. также в других словарях:

  • Σύμμαχ' — Σύμμαχε , Σύμμαχος fighting along with masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμαχ' — σύμμαχα , σύμμαχος fighting along with neut nom/voc/acc pl σύμμαχε , σύμμαχος fighting along with masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδαλίς — η (Α κορυδαλλίς, ίδος και κορυδάλλη και κορυδαλλή) κορυδαλλός νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φουμαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλ(λ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. λεοντ ίς, συμμαχ ίς). Ως νεοελλ. επιστημον. όρος η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»