Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συκία

См. также в других словарях:

  • συκία — συκίᾱ , συκία fem nom/voc/acc dual συκίᾱ , συκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συκίον decoction of figs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • Συκία — Sp Sikijà Ap Συκία/Sykia L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • συκιά — η είδος δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλή Συκιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ., 121 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, της ανατολικές πλαγιές του όρους Κρυονερίτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα …   Dictionary of Greek

  • Μαλλιαρή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 11 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται Βδ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου …   Dictionary of Greek

  • Μοναχή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου …   Dictionary of Greek

  • Πίσω Συκιά — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας …   Dictionary of Greek

  • Συκέα (Συκιά) — Όνομα δέκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (377 κάτ., υψόμ. 340 μ.) στην επαρχία Ημαθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 377 κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (114 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Σερρών… …   Dictionary of Greek

  • συκίας — συκίᾱς , συκία fem acc pl συκίᾱς , συκία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»