-
1 συκία
συκίᾱ, συκίαfem nom /voc /acc dualσυκίᾱ, συκίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)συκίονdecoction of figs: neut nom /voc /acc pl -
2 σῡκία
-
3 συκία
-
4 συκιά
η фиговое дерево, фига, смоковница, инжир -
5 συκιά
[сикьа] ουσ θ смоковница, инжировое дерево. -
6 Το σύκο πέφτει κάτω απ' τη συκιά
Το μήλο ( το σύκο) πέφτει κάτω απ' τη μηλιά ( απ' τη συκιά)– Κατά μάνα, κατά τάτα ( κύρη) έλθει γιος και θυγατέρα• Яблоко от яблоньки недалеко падает• Каковы родители, таковы и деткиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το σύκο πέφτει κάτω απ' τη συκιά
-
7 συκίας
συκίᾱς, συκίαfem acc plσυκίᾱς, συκίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
8 συκίαι
συκίᾱͅ, συκίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
9 συκίαν
συκίᾱν, συκίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
10 Κατά μάνα, κατά κύρη έλθει γιος και θυγατέρα
Το μήλο ( το σύκο) πέφτει κάτω απ' τη μηλιά ( απ' τη συκιά)– Κατά μάνα, κατά τάτα ( κύρη) έλθει γιος και θυγατέρα• Яблоко от яблоньки недалеко падает• Каковы родители, таковы и деткиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κατά μάνα, κατά κύρη έλθει γιος και θυγατέρα
-
11 Κατά μάνα, κατά τάτα έλθει γιος και θυγατέρα
Το μήλο ( το σύκο) πέφτει κάτω απ' τη μηλιά ( απ' τη συκιά)– Κατά μάνα, κατά τάτα ( κύρη) έλθει γιος και θυγατέρα• Яблоко от яблоньки недалеко падает• Каковы родители, таковы и деткиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κατά μάνα, κατά τάτα έλθει γιος και θυγατέρα
-
12 Το μήλο πέφτει κάτω απ' τη μηλιά
Το μήλο ( το σύκο) πέφτει κάτω απ' τη μηλιά ( απ' τη συκιά)– Κατά μάνα, κατά τάτα ( κύρη) έλθει γιος και θυγατέρα• Яблоко от яблоньки недалеко падает• Каковы родители, таковы и деткиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μήλο πέφτει κάτω απ' τη μηλιά
-
13 συκέα
Aσυκέαι Od.7.116
, acc.συκέας 24.341
(both disyll.); [dialect] Ion. acc. sg.συκέην Hdt.1.193
, 4.23, gen. pl.συκέων 1.193
; elsewh. only in [var] contr. or analogical forms from [full] συκῆ ([dialect] Ep. and [dialect] Ion. nom.συκῆ Od.24.246
, Archil.19, acc.συκῆν Hippon.34
), IG12.313.163, Ar.Ec. 708, etc.:—fig-tree, Ficus Carica, Hom. only in Od.;σ. γλυκεραί 7.116
; for various kinds, v. Thphr.HP 1.3.1, 3.9.3, 4.2.3, 4.4.4, Ath.3.74c sq.; ἱερὰ ς. a suburb of Eleusis, where Demeter first produced the fig-tree, IG l.c., Paus. 1.37.2, Ath.3.74d, Philostr.VS2.20.3.2 σ. Αἰγυπτία,= κερωνία, Thphr. HP1.11.2.3 σ. περὶ τὴν Ἴδην, Amelanchier, Amelanchias vulgaris, ib.3.17.4.4 = χαμαισύκη, Dsc.4.169.5 banyan, Ficus bengalensis, Thphr HP 4.4.4.V = σῦκον 11, excrescence on the body, Dsc.2.170, Poll.4.203, Hippiatr. 82.VI a seaweed, Thphr.HP 4.6.2. -
14 σῦκον
Grammatical information: n.Other forms: Boeot. (Stratt.) τῦκον.Compounds: Often as 1. member, e.g. συκό-μορον n. `fruit of the mulberry-(fig)tree' (Str., Dsc. a.o.), - ος f. `mulberry-(fig)tree, sycamore' (Cels.), - έα f. `id.' (Ev. Luc. a.o.); cf. συκάμινον and μόρον.Derivatives: A. Subst. 1. Dimin. συκ-ίδιον, - άριον n. (com.). 2. - ίς, - άς f. `cutting from a fig-tree' (Ar., Poll.). 3. - έα, Dor. Aeol. also - ία, IA. - έη, -ῆ, `fig-tree' (Od.). 4. - ίον n. `fig-drink' (Hp.). 5. -( ε)ών, -( ε)ῶνος m. `fig-plantation' (LXX, pap.). 6. - ίτης m. ( οἶνος) `of a fig-tree, fig-wine' (Dsc.), Spartan surn. of Dionysos (Sosib.); Redard 100 a. 212; - ῖτις f. name of a precious stone, after the colour (Plin.). 7. - αλ(λ)ίς, - ίδος f. `fig-throstle', Lat. fīcēdula (Epich., Arist. etc.; Niedermann Glotta 19, 9f.). B. Adj. 1. - ινος `of a fig-tree', metaph. `useless' (IA.). 2. - ώδης `fig-like, full of warts' (Arist., medic.). 3. - άσιος surn. of Zeus = καθάρσιος, as figs were used for purification (Eust., H.). C. Verbs. 1. - άζω, also w. ἀπο-, `to gather figs' (Att.), also `to investigate (f.), συκοφαντέω' (Aristaenet., H.) with - αστής, - άστρια = συκο-φάντης, - φάντρια (EM, H.). 2. - ίζομαι `to be foddered with figs' (AP). 3. - όομαι `id.' (AP), from where - ωτός `foddered with figs' (Aët.), ἧπαρ σῦκον `liver fatted with figs', Lat. fĩcātum (Gal., Orib.), - ωσις f., - ωμα n. `formation of warts', - ωτικός `related to warts' (medic.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like Lat. fīcus and Arm. t`uz `fig' LW [loanword] from unknown, Mediterranean or Anatolian source. Lit. in W.-Hofmann s.v. The variation must be explained from a form *tyuk-, with a palatalized \/t\/..Page in Frisk: 2,818Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῦκον
См. также в других словарях:
συκία — συκίᾱ , συκία fem nom/voc/acc dual συκίᾱ , συκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συκίον decoction of figs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
Συκία — Sp Sikijà Ap Συκία/Sykia L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
συκιά — η είδος δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλή Συκιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ., 121 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, της ανατολικές πλαγιές του όρους Κρυονερίτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα … Dictionary of Greek
Μαλλιαρή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 11 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται Βδ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου … Dictionary of Greek
Μοναχή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου … Dictionary of Greek
Πίσω Συκιά — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας … Dictionary of Greek
Συκέα (Συκιά) — Όνομα δέκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (377 κάτ., υψόμ. 340 μ.) στην επαρχία Ημαθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 377 κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (114 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Σερρών… … Dictionary of Greek
συκίας — συκίᾱς , συκία fem acc pl συκίᾱς , συκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)