-
1 συγ-καλύπτω
συγ-καλύπτω, mit bedecken, verhüllen; ἃ συγκαλύψαι χρόνῳ χρῄζοντες, Eur. Phoen. 879; Anacr. 14, 32; Ggstz von ἀποδύεσϑαι, Plat. Rep. V, 452 d; – med. sich verhüllen, Xen. Cyr. 8, 7, 28.
-
2 συγ-κατα-καλύπτω
συγ-κατα-καλύπτω, mit bedecken, verhüllen, D. Sic.
-
3 καλύπτω
+ V 29-3-19-25-13=89 Ex 8,2; 10,5(bis); 14,28; 15,5A: to cover [τι] Ex 8,2; to cover, to flood [τι] Ex 14,28; to cover, to envelop [τι] (of a cloud) Ex 24,15; to cover [τι] (of diseases) Lv 13,13; to overlay with (metal) [τί τινι] Ex 27,2; to cover, to protect [τινα] Sir 23,18; to hide, to conceal [τι] Jb 36,32; to hide, to disguise [abs.] Neh 3,37; id. [τι] Ps 31(32),5; to hide, to close, to make secret [τι] DnLXX 12,4; to cover (sins), to forgive [τι] Ps 84(85),3M: to shelter from, to screen from [ἀπό τινος] Ez 40,43ἐκάλυψεν αὐτοὺς ἡ γῆ they were buried Nm 16,33; ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου μου ἐκάλυψέν με shame was written large on my face Ps 43(44),16*Ez 44,20 καλύπτοντες καλύψουσι they shall carefully cover (their heads)-כסה for MT כסם they shall carefully trim (the hair of their heads)Cf. DORIVAL 1994, 120; LE BOULLUEC 1989 123(Ex 8,2). 275(Ex 27,2); SPICQ 1982, 361; WEVERS 1990 431(Ex 27,2); →MM; TWNT(→ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, ἐκκαλύπτω, ἐπικαλύπτω, κατακαλύπτω, παρακαλύπτω, περικαλύπτω, συγ-, ὑποκαλύπτω,,) -
4 καλύπτω
Aκάλυπτον Il.24.20
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐκάλυψα, [dialect] Ep.κάλ- Il.23.693
:—[voice] Med., [tense] fut. καλύψομαι ([etym.] ἐγ-) Ael.NA7.12, ([etym.] συγ-) Aristid.2.59J.: [dialect] Ep. [tense] aor.καλυψάμην Il.3.141
, al.:—[voice] Pass., [tense] fut.καλυφθήσομαι Paus.8.11.11
, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, ([etym.] δια-) D.11.13: [tense] aor.ἐκαλύφθην Od.4.402
, E.Supp. 531: [tense] aor.2 part. (iii A.D.): [tense] pf.κεκάλυμμαι Il.16.360
, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: [tense] plpf.κεκάλυπτο Il.21.549
.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)I cover, freq. c. dat. instr.,παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29
; (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover,μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693
; ; [ πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death,τὼ.. τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553
; , 503, etc.; ; ; soτὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591
;ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250
: freq. in Lyr. and Trag., ; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr. 582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph. 1633, Hel. 1066: abs.,καὐτὴ καλύψω A.Th. 1045
: rare in Prose, (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—[voice] Med., cover or veil oneself,ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141
; ; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual)Χρόα καλόν Hes.Op. 198
: abs.,καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53
:—[voice] Pass.,ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Il.16.360
; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549;οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443
; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, C32 (Delph., v/iv B.C.); [ βράγχια]καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA 505a6
; veiledIG
5(2).514.10 ([place name] Lycosura).2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—[voice] Act., Hippon.52, etc.;ἔξω μέ που καλύψατε S.OT 1411
, cf. Ev.Luc.23.30;κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254
; σιγῇ κ. E.Hipp. 712: metaph.,ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2
, cf. Ep.Jac.5.20.3 cover with dishonour, throw a cloud over,σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC 282
.II put over as a covering,πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315
; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλύπτω
-
5 συγκαλύπτω
A cover or veil completely,σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε γαῖαν Od.5.293
;σ. τι χρόνῳ E.Ph. 872
, cf. Pl.R. 452d;τὴν ἀλήθειαν Olymp.Alch. p.70
B.;συγκαλύψαντές μου τὴν κεφαλήν BGU1816.19
(i B.C.); ὁ συγκεκαλυμμένος πατήρ, with reference to a well-known fallacy (cf. ), Epicur.Nat.9; ἐξάγει συγκεκαλυμμένην muffled up, Plu.Num.10, cf. LXX Su.39:—[voice] Med., [tense] aor. συγκαλύψασθαι, wrap oneself up, cover one's face, X.Cyr.8.7.28, Smp.1.14;- ψασθαι τὴν κεφαλήν IG42(1).126.6
(Epid., ii A.D.).2 intr. in [voice] Act.,λόγος συγκαλύψας ἀχλύϊ Them. Or.4.59b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαλύπτω
-
6 συγκαλύπτω
συγ-καλύπτω, mit bedecken, verhüllen; sich verhüllen -
7 укрывать
укрыватьнесов1. (покрывать) σκεπάζω, καλύπτω:\укрывать кого́-л. одеялом σκεπάζω κάποιον μέ τήν κουβέρτα·2. (прятать, защищать) κρύβω, (άπο)κρύπτω, (συγ)καλύπτω/ παρέχω ἄσολον (предоставить убежище). -
8 замазать
ажу-ажешьρ.σ.μ.1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•
замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.
3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•
щели βουλώνω τις χαραμάδες.
4. λερώνω, πασαλείφω.εκφρ.замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).λερώνομαι, πασαλείφομαι. -
9 συγκαλυπτω
1) окутывать, обволакивать, отовсюду закрывать(γαῖαν νεφέεσσι Hom. - in tmesi)
συγκαλυψάμενος κατέκειτο Xen. — он лежал закутавшись2) скрывать, утаивать(τι Eur.; οὐδὲν συγκεκαλυμμένον ἐστὴν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται NT.)
συγκαλυπτέος ὅσον μάλιστα Aesch. — представляющий величайшую тайну -
10 cloak
-
11 συγκατακαλύπτω
συγ-κατα-καλύπτω, mit bedecken, verhüllen -
12 подавить
ρ.σ.μ.1. πιέζω, πατώ θλίβω.2. (για όλα, πολλά)• συνθλίβω, συμπιέζω, πατώ• σπάζω.3. (κατά)πνίγω, καταστέλλω•подавить мятеж καταστέλλω τη στάση.
|| μτφ. (συγ)κρατώ, υπερνικώ, βαστώ, καταπίνω•подавить вздох συγκρατώ τον αναστεναγμό•
подавить страх υπερνικώ το φόβο•
подавить боль βαστώ τον πόνο.
4. μτφ. καλύπτω, σκεπάζω• επισκιάζω.5. επιβάλλομαι, καταπλήσσω•подавить авторитетом επιβάλλομαι με το κύρος•
подавить всех своим исключительный успехом καταπλήσσω όλους με την εξαιρετική επιτυχία μου.
6. λυπώ, θλίβω.1. πνίγομαι•подавить рыбной костью πνίγομαι με ψαροκόκκαλο.
2. μτφ. κομπιάζω, πνίγομαι, μπουχτίζω. -
13 κρύπτω
Aκρύπτασκε Il.8.272
, - εσκε h.Cer. 239: [tense] fut.κρύψω Od.4.350
, etc.: [tense] aor.1 ἔκρυψα, [dialect] Ep.κρύψα 11.244
: [tense] pf. κέκρῠφα ( συγ-) D.H.Comp. 18:—[voice] Med., [tense] fut. , E.Ba. 955: [tense] aor. (lyr.), etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.κρυφθήσομαι Dialex.2.4
,κρῠβήσομαι E.Supp. 543
, LXX Je.39(32).27,κεκρύψομαι Hp.Mul.1.36
: [tense] aor. ἐκρύφθην, [dialect] Ep. κρ-, Il.13.405, E.Ba. 955, ἐκρύβην [ῠ] Ev.Jo.8.59, Aesop. 127, Apollod.3.2.2, ( κατ-) Alciphr.3.47; part. : [tense] pf.κέκρυμμαι Od.11.443
, Pi.O.7.57, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.κεκρύφαται Hes. Th. 730
, Hp.Mul.2.163:—hide, cover, in Hom. with collat. notion of protection,κεφαλὰς.. κορύθεσσι κρύψαντες Il.14.373
; ὁ δέ μινσάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ 8.272
, cf. 13.405 ([voice] Pass.);κ. με.. πόδα S.OC 114
; later, simply, hide,κ. φάος ὀμμάτων Pi.N.10.40
; cover, , etc.;ὑφ' εἵματος κ. χεῖρα E.Hec. 343
:—[voice] Med., κάρα κρυψάμενος having cloaked his head, S.Aj. 246 (lyr.); φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται hides in its own bosom, ib. 647;παῖδά μ' ἐκρύψατο κρωσσός IG14.1909
:—[voice] Pass., hide oneself, lie hidden,οὐρανῷ κρύπτεται E.Hel. 606
;δαλὸς κρύπτεται ἐς σποδιάν Id.Cyc. 615
(lyr.);ὑφ' εἵματος κρυφείς S.Aj. 1145
: c. acc. cogn., l.c.2 cover in the earth, bury, Hes.Op. 138, S.OC 621 ([voice] Pass.); χθονί ib. 1546 ([voice] Pass.); ; ἐν κατ ώρυχι ib. 774; κατὰ χθονός ib.25;ὑπὸ γᾶν Pi.P.9.81
;γῇ κ. Hdt.2.130
([voice] Pass.), cf. S.Ant. 946 (lyr., [voice] Pass.):—[voice] Pass.,Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ.. κεκρύφαται Hes.Th.
l.c.; l.c.3 Astron., occult, Theo Sm.p.193 H., al.:—[voice] Pass., of stars not seen in any part of the night,κεκρύφαται Hes.Op. 386
; of the heliacal setting of stars, Ptol.Phas.p.8 H.4 conceal, keep secret,οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος Od.4.350
, cf. Ar.Th.74, etc.;κ. τι ἔνθα μή τις ὄψεται S. Aj. 658
, cf. Tr. 903, El. 436:—[voice] Med.,πᾶν σοι φράσω τἀληθές, οὐδὲ κρύψομαι Id.Tr. 474
:—[voice] Pass.,τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Od. 11.443
; φάρμακα κεκρ. secret, E.Andr.32; κεκρ. νάπη secret, S.OT 1398;κεκρ. παγίς Men.689
; κεκρ. σκευωρία secret intrigue, Mitteis Chr. 31 vi 14 (ii B.C.); κρυπτόμενα πράσσεται in secret, opp. ἐπὶ μαρτύρων, Antipho 2.3.8, cf. Th.6.72.5 c. dupl. acc., conceal something from one,μή με κρύψῃ τοῦτο A.Pr. 625
, cf. S.El. 957, E.Hec. 570, Ar.Pl.26, Lys.32.7, etc.; soκ. τι πρός τινα S.Ph. 588
.6 in Rhet., argue so that the opponent is unwarily led to an adverse conclusion, Arist.Top. 156a7.7 Medic., in [voice] Pass., to be suppressed, of the menses or lochia, Hp.Mul.1.36, 154, 2.163.II intr., lie hidden,τὰ μὲν.. ὄμματα βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα E.Ph. 1117
(s.v.l.); alsoκ. τινά
conceal oneself from..,h.Hom.
1.7.— ( καλύπτω is simply cover; κεύθω cover so that no trace of it can be seen; κρύπτω keep covered, esp. for purposes of concealment.)