-
1 συγκαλύπτω
συγκαλύπτωcover: pres subj act 1st sgσυγκαλύπτωcover: pres ind act 1st sg -
2 συγκαλυπτω
1) окутывать, обволакивать, отовсюду закрывать(γαῖαν νεφέεσσι Hom. - in tmesi)
συγκαλυψάμενος κατέκειτο Xen. — он лежал закутавшись2) скрывать, утаивать(τι Eur.; οὐδὲν συγκεκαλυμμένον ἐστὴν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται NT.)
συγκαλυπτέος ὅσον μάλιστα Aesch. — представляющий величайшую тайну -
3 συγκαλύπτω
συγκαλύπτω fut. συγκαλύψω LXX; 1 aor. συνεκάλυψα LXX. Pass.: aor. συνεκαλύφθην (TestSol 25:7); pf. ptc. συγκεκαλυμμένος (Hom. et al.; SIG 1170, 6; BGU 1816, 19 [I B.C.]; PGM 36, 270; 272; LXX; TestSol; TestNapht 9:2; Jos., Ant. 9, 209) to keep someth. from being known by concealing it, conceal (opp. ἀποκαλύπτω) pass. Lk 12:2.—M-M. s.v. συνκαλύπτω. TW. -
4 συγκαλύπτω
μετ.1) окутывать, обволакивать; делать невидимым, закрывать отовсюду (от взоров); 2) закутывать; 3) перен. укрывать, заниматься укрывательством (преступника и т. п.); 4) перен. скрывать, утаивать (что-л.); покрывать (кого-что-л.); замалчивать (что-л.);συγκαλύπτω την αλήθεια — скрывать правду;
συγκαλύπτω -[ην υπόθεση — замять дело;
συγκαλύπτω την κατάχρηση — скрывать растрату;
5) перен. маскировать, прикрывать, вуалировать;6) воен, маскировать -
5 συγκαλύπτω
{с.гл., 1}окутывать, обволакивать, закрывать со всех сторон, скрывать, утаивать (Лк. 12:2).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συγκαλύπτω
-
6 συγκαλύπτω
{с.гл., 1}окутывать, обволакивать, закрывать со всех сторон, скрывать, утаивать (Лк. 12:2).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συγκαλύπτω
-
7 συγκαλύπτω
окутывать, обволакивать, закрывать со всех сторон, скрывать, утаивать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συγκαλύπτω
-
8 συγκαλύπτω
[синкалипто] р. закрывать, покрывать, (μεταφ.) покрывать, скрывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκαλύπτω
-
9 συγκαλύπτω
+ V 3-11-2-1-2=19 Gn 9,23; Ex 26,13; Nm 4,14; JgsA 4,18.19A: to cover Gn 9,23 -
10 συγκαλύπτω
[синкалипто] ρ закрывать, покрывать, (μεταφ) покрывать, скрывать. -
11 συγκαλύπτω
A cover or veil completely,σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε γαῖαν Od.5.293
;σ. τι χρόνῳ E.Ph. 872
, cf. Pl.R. 452d;τὴν ἀλήθειαν Olymp.Alch. p.70
B.;συγκαλύψαντές μου τὴν κεφαλήν BGU1816.19
(i B.C.); ὁ συγκεκαλυμμένος πατήρ, with reference to a well-known fallacy (cf. ), Epicur.Nat.9; ἐξάγει συγκεκαλυμμένην muffled up, Plu.Num.10, cf. LXX Su.39:—[voice] Med., [tense] aor. συγκαλύψασθαι, wrap oneself up, cover one's face, X.Cyr.8.7.28, Smp.1.14;- ψασθαι τὴν κεφαλήν IG42(1).126.6
(Epid., ii A.D.).2 intr. in [voice] Act.,λόγος συγκαλύψας ἀχλύϊ Them. Or.4.59b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαλύπτω
-
12 συγκαλύπτω
συγ-καλύπτω, mit bedecken, verhüllen; sich verhüllen -
13 συγκαλύπτω
camoufler -
14 συγκαλύπτετε
συγκαλύπτωcover: pres imperat act 2nd plσυγκαλύπτωcover: pres ind act 2nd plσυγκαλύπτωcover: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
15 συγκαλύψει
συγκαλύπτωcover: aor subj act 3rd sg (epic)συγκαλύπτωcover: fut ind mid 2nd sgσυγκαλύπτωcover: fut ind act 3rd sg -
16 συνκαλύψει
συγκαλύπτωcover: aor subj act 3rd sg (epic)συγκαλύπτωcover: fut ind mid 2nd sgσυγκαλύπτωcover: fut ind act 3rd sg -
17 συγκαλύψουσι
συγκαλύπτωcover: aor subj act 3rd pl (epic)συγκαλύπτωcover: fut part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)συγκαλύπτωcover: fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
18 συγκαλύψουσιν
συγκαλύπτωcover: aor subj act 3rd pl (epic)συγκαλύπτωcover: fut part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)συγκαλύπτωcover: fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
19 συγκαλύψω
συγκαλύπτωcover: aor subj act 1st sgσυγκαλύπτωcover: fut ind act 1st sgσυγκαλύπτωcover: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
20 συγκεκαλυμμένα
συγκαλύπτωcover: perf part mp neut nom /voc /acc plσυγκεκαλυμμένᾱ, συγκαλύπτωcover: perf part mp fem nom /voc /acc dualσυγκεκαλυμμένᾱ, συγκαλύπτωcover: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
συγκαλύπτω — cover pres subj act 1st sg συγκαλύπτω cover pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύπτω — συγκαλύπτω, συγκάλυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκαλύπτω — ΝΜΑ [καλύπτω] 1. καλύπτω εντελώς 2. αποκρύπτω, αποσιωπώ («αποπειράθηκε να συγκαλύψει την αλήθεια») αρχ. (αμτβ.) καθιστώ κάτι ασαφές … Dictionary of Greek
συγκαλύπτω — συγκάλυψα, συγκαλύφτηκα, συγκαλυμμένος, αποκρύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φανερωθεί: Συγκάλυψαν τους ενόχους της προδοσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαλύπτετε — συγκαλύπτω cover pres imperat act 2nd pl συγκαλύπτω cover pres ind act 2nd pl συγκαλύπτω cover imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύπτῃ — συγκαλύπτω cover pres subj mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres ind mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψει — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg (epic) συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψουσι — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψουσιν — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψω — συγκαλύπτω cover aor subj act 1st sg συγκαλύπτω cover fut ind act 1st sg συγκαλύπτω cover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψῃ — συγκαλύπτω cover aor subj mid 2nd sg συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)