-
21 συγγένει'
συγγένεια, συγγένειαkinship: fem nom /voc sgσυγγένειαι, συγγένειαkinship: fem nom /voc plσυγγένεια, συγγένειοςakin: neut nom /voc /acc plσυγγένειε, συγγένειοςakin: masc /fem voc sg -
22 ξυγγένεια
συγγένεια, συγγένειαkinship: fem nom /voc sgσυγγένεια, συγγένειοςakin: neut nom /voc /acc pl -
23 συγγενείαι
συγγενείᾱͅ, συγγένειαkinship: fem dat sg (attic doric aeolic) -
24 συγγενείαις
συγγένειαkinship: fem dat pl -
25 συγγένειαι
συγγένειαkinship: fem nom /voc pl -
26 συγγένειαν
συγγένειαkinship: fem acc sg -
27 родство
-а ουδ.1. συγγένεια•ближнее στενή συγγένεια•
дальнее родство μακρινή συγγένεια•
кровное родство συγγένεια εξ αίματος•
быть в -έ συγγενεύω.
2. συγγενείς, συγγενολόι•у него богатое родство αυτός έχει πολλούς συγγενείς.
3. ομοιότητα•родство идей συγγένεια ιδεών•
родство языков συγγένεια γλωσσών.
εκφρ.не – Πό•родство мящий -а – (για αλήτη) α) δε θυμάται (δεν ξέρει) την καταγωγή του. β) αυτός που ξέχασε το περιβάλλον που ανατράφηκε. -
28 родство
родств||ос1. ἡ συγγένεια:кровное \родство ἡ συγγένεια ἐξ αίματος· быть в \родствое́ с кем-л. ἔχω συγγένεια μέ κάποιον, συγγενεύω μέ κάποιον2. собир. (родственники) разг τό συγγενολόϊ, τό συγγενολόγι·3. перен ἡ συγγένεια, ἡ ὀμοιότητα [-ης]:\родство идей ἡ συγγένεια ίδεῶν. -
29 родственникость
родственник||остьж1. (сходство) ἡ συγγένεια / ἡ ὀμοιότης (сродство)·2. (близость) ἡ συγγένεια:\родственникостьость натур ἡ συγγένεια χαρακτήρων. -
30 родственность
-и θ.συγγένεια, ομοιότητα•родственность идей συγγένεια ιδεών•
родственность языков συγγένεια γλωσσών.
-
31 сродство
-а ουδ.(γραπ. λόγος) συγγένεια•сродство явлений συγγένεια των φαινομένων•
химическое сродство χημική συγγένεια.
-
32 αίμα
(γεν. αίματος) τό1) кровь;αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;
μετάγγιση αίματος переливание крови;σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;
μόλυνση τού αίματος заражение крови;κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;
μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;2) родная кровь; кровное родство;είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;
συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;
δεσμοί αίματος узы крови;§ φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом
и кровью добиться (чего-л.);παίρνω αίμα — пускать кровь;
παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;
μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;
ανάψανε — та αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;
τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;
μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;
μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;
βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;
μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;
με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;
τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;
τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;
-
33 ξυγγενεία
-
34 ξυγγενείᾳ
-
35 дальний
επ..1. μακρινός•-ее расстояние μακρινή απόσταση•
-ее плавание υπερπόντιος πλους, ωκεανοπλοΐα ή μακρινό ταξίδι.
2. απομακρυσμένος, απόμακρος, αλαργινός•-ие деревни απομακρυσμένα χωριά•
в -ие временагота παλιά χρόνια, τον παλιό καιρό.
3. (γιά συγγένεια) μακρινός•дальний родственник μακρινός συγγενής•
они -яя родня αυτοί είναι μακρινοί συγγενείς•
-ее родство μακρινή συγγένεια.
4. παλ. έξυπνος, οξυδερκής νους, τετραπέρατος•человек он -го ума του κόβει πολύ το μυαλό•
он не из -их δεν είναι από εκείνους τους έξυπνους.
εκφρ.без -их слов, разговоров, околичностей – χωρίς μακρολογίες, κουβέντες, περιστροφές. -
36 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
37 συγγενής
συγγεν-ής, ές,A congenital, inborn,ἦθος Pi.O.13.13
;εὐδοξία Id.N.3.40
; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1;νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2
; ; παύροις.. ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag. 832;ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10
; πότμος ς. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT 1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA 518a18, 584a24; σημεῖα ς. birth-marks, ib. 585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph. 1047b31; αὔξει τὸ ς. increases its natural force, Id.EN 1119b9. Adv., - νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF 1293; v. σύμφυτος.II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl. 229: abs., akin, cognate,θεός A.Pr.14
; ; ; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17;σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr. 855
; of animals, Arist.HA 539a23, GA 747a31, al.: hence,b Subst., kinsman, relative, (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av. 368 (troch.);πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R. 378c
; ;γάμει τὴν συγγενῆ Id.929
: freq. in pl., οἱ ς. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children ([etym.] ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); .c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr. 291 (anap.), S.El. 1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι ς. if he had any connexion with him, S.OT 814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95.2 metaph., akin, cognate, of like kind,τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq. 1280
(troch.), cf. Th. 574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach. 789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R. 611e
;τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg. 814d
;τοῖς.. λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA 788b9
, cf. Rh. 1398a21 ([comp] Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας ς. Pl.Phlb. 31a, cf. Phd. 79d, R. 403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo. 76a1;τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh. 1405a35
;σ. τέχναι Stoic.2.30
; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ ς. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv.,συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg. 897c
;σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1
(codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K.III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενής
-
38 συγ-γενικός
συγ-γενικός, ή, όν, den Vecwandten. gehörig. ste betreffend, φιλοστοργία, Pol 32, 11. 1; auch adv., συγγενικῶς καὶ φιλανϑρώπ ως οἰκεῖτε τὴν πόλιν, Dem. 25, 89. Vgl. συγγένεια.
-
39 συγ-γένεια
συγ-γένεια, ἡ, Gleichhen des Geschlechts u. der Abkunft, Verwandtschaft; φίλτατε συγγενείας, Eur. Or. 731, πικρά, I. A. 510; Thuc. 3, 65; auch von dem Verhältniß der Vslanzstadt zur Mutterstadt, Wolf Dem. Lpt. p. 328, die Familie, wie unser Verwandtschaft in. concretem Sinne, ἡ Περικλέους όλη οἰκία ἢ ἄλλη συγγένεια, Plat. Gorg. 472 b; ἀπὸ τῆς Σόλωνος συγγενείας, Charm. 155 a, u. öfter; so kann auch Conv. 178 c οὔτε ξυγγένεια οὔτε τιμαί genommen werden, wo man es = εὐγένεια erkl. u. Wyttenb. so ändern wollte; vgl. ὡςπερ αἱ συγγένειαι τὰς ίδίας οἰκοῠσιν οἰκίας, οὕτω καὶ τὲν πόλιν οἰκεῖτε δημοσίᾳ, Dem. 25, 87, wo das Folgde zu vergleichen; Sp., wie Pol. 15, 30, 7. – Bei D. Sic. 13, 20 heißen συγγένειαι die beiden Söhne. Val. 13, 28.
-
40 οἰκία
οἰκία, ἡ, 1) Haus, Behausung, Wohnung; τὰς οἰκίας οὐ κατέβαλε, Her. 1, 17; οἰκίας οἰκοδομέειν, 1, 114, öfter; im Ggstz von καλύβη, Thuc. 2, 52 u. A. – 2) wie auch wir »Haus« sagen für Geschlecht, Familie, οἰκίης ἀγαϑῆς, von gutem Hause, guter Herkunft, Her. 1, 107. 2, 172, δεύτερος ταύτης τῆς οἰκίας, 1, 25, u. sonst; ἡ οἰκία Λακωνικὸν ὄνομα ἔσχεν, Thuc. 8, 6; ἰδιώτας καὶ ὅλας οἰκίας καὶ πόλεις, Plat. Legg. X, 909 b; der συγγένεια entsprechend, Gorg. 472 b; neben γένος, Dem. 23, 67; öfter bei Pol., δέκα τῶν συγγενῶν φίλων οἰκίαι 39, 2, 4, τῆς ἐπιφανεστάτης οἰκίας 2, 59. Bei Strab. 7, 1 der röm. familia entsprechend. – Das Hauswesen, ἐπὶ τῇ τῆς οἰκίας παρασκευῇ διατρίβειν, Plat. Rep. II, 370 a; τὴν οἰκίαν διοικεῖν, Gorg. 520 e. – Genauer unterschieden von οἶκος ist es das eigentliche Wohnhaus, während οἶκος das Gesammtvermögen umfaßt (vgl. Böckh Staatshaush. I p. 379), ἐξ οἰκίας ἐξελαύνων Plat. Rep. VIII, 569 a, καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ IX, 579 b, κατ' οἰκίαν διατρίβειν, zu Hause verweilen, Lach. 180 d; δύ' οἰκίας ᾤκει, von Einem, der zwei Frauen geheirathet hat und zwei Wirthschaften führt, Dem. 39, 26. Von συνοικία unterschieden, Aesch. 1, 105.
См. также в других словарях:
συγγενεία — συγγενείᾱ , συγγένεια kinship fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένεια — kinship fem nom/voc sg συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… … Dictionary of Greek
συγγένεια — η 1. σχέση εξ αίματος ή επιγαμίας: Έχουν συγγένεια μακρινή. 2. ομοιότητα: Τα κόμματα αυτά έχουν στενή συγγένεια. 3. «χημική συγγένεια», ιδιότητα των χημικών στοιχείων να συναποτελούν χημικές ενώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… … Dictionary of Greek
συγγενείαν — συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 1st sg (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενείας — συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem acc pl συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένει' — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένειαι , συγγένεια kinship fem nom/voc pl συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl συγγένειε , συγγένειος akin masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγένεια — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)