Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σύμφυτος

См. также в других словарях:

  • σύμφυτος — born with one masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφυτος — η, ο / σύμφυτος, ον, ΝΑ [συμφύω, ομαι] 1. έμφυτος, συμφυής, εγγενής 2. φυσικός («τὸ μιμεῑσθαι σύμφυτον τοῑς ἀνθρώποις», Αριστοτ.) 3. (για ασθένεια) συγγενής 4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφυτο α) η ιδιότητα τού συμφυούς β) βοτ. ονομασία φυτού νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • σύμφυτος — η, ο 1. αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Είναι σύμφυτη στον άνθρωπο η ορμή να γνωρίσει τον κόσμο που τον περιβάλλει. 2. αυτός που φυτρώνει μαζί με άλλον, συνενωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύμφυτος — σύμφυτος , σύμφυτος born with one masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφύτως — σύμφυτος born with one adverbial σύμφυτος born with one masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφύτους — σύμφυτος born with one masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφυτοι — σύμφυτος born with one masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՏՆԿԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0885 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c ա. σύμφυτος complantatus, congenitus. Զոյգ ընդ այլում տնկեալ. ʼի միասին սերմանեալ եւ արմատացեալ. կցորդ ʼի բնէ. համաբուն. *Տնկակից եղեաք նմանութեան մահու… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σύμφυτον — comfrey neut nom/voc/acc sg σύμφυτος born with one masc/fem acc sg σύμφυτος born with one neut nom/voc/acc sg σύμφῡτον , συμφύω make to grow together aor imperat act 2nd dual σύμφῡτον , συμφύω make to grow together aor ind act 2nd dual (homeric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»