-
1 συμφυτος
21) природный, свойственный по природе врожденный,(πονηρία Plat.; δειλία Lys.)
σ. τινι и τινος Plat. — свойственный кому(чему)-л.;ἀϋδρία τόποις τισί ξ. Plat. — присущая некоторым местностям безводность2) сросшийся(τὰ μέρη Arst.)
σ. τινι Arst. — сросшийся с чем-л.;πέρας καὴ ἀπειρίαν ἐν αὑτῷ ξύμφυτον ἔχειν Plat. — соединять в себе конечное с бесконечным3) однородный(δύναμις Plat.)
σύμφυτοι τῷ ὁμοιώματί τινος NT. — сходные по природе в чем-л. -
2 σύμφυτος
σύμφυτοςborn with one: masc /fem nom sg -
3 σύμφυτος
σύμφυτος, -ον1 inbredἀνδρῶν δ' ἀτρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει I. 3.14
-
4 σύμφυτος
σύμφυτος, ον (φύω; Pind.+; pap, LXX, Philo; Jos., C. Ap. 1, 42, but mostly = ‘innate’ or someth. sim.; Did., Gen. 215, 11) pert. to being associated in a related experience (‘grown together’ Aristot., HA 5, 32, 557b, 18, Topica 7, 6, 145b, 3; 13) identified with τινί someth. (Antiphon: POxy 1364, 44f) fig. σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ Ro 6:5 (ὁμοίωμα 1; cp. Dio Chrys. 11 [12], 28 of pers. of primitive times in their relationship to the divine: οὐ μακρὰν τ. θείου … ἀλλὰ ἐν αὐτῷ μέσῳ πεφυκότες μᾶλλον δὲ συμπεφυκότες ἐκείνῳ=not [living] far from the divine, but growing up in the very midst of it; indeed, one might aver, growing up together with it). SStricker, D. Mysteriengedanke des hl. Pls nach Rö 6:2–11: Liturgisches Leben 1, ’34, 285–96; OKuss, D. Römerbrief I, ’63, 299f; see also comm. by OMoe2 ’48; ANygren ’51; CCranfield ’75. On Ox 1602, 33f s. συμφύγιον.—DELG s.v. φύομαι C. M-M. TW. Spicq. -
5 σύμφυτος
{прил., 1}1. природный, врожденный;2. сросшийся, сродненный, соединенный.Ссылки: Рим. 6:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σύμφυτος
-
6 σύμφυτος
{прил., 1}1. природный, врожденный;2. сросшийся, сродненный, соединенный.Ссылки: Рим. 6:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σύμφυτος
-
7 σύμφυτος
-ος,-ον + A 0-0-2-0-1=3 Am 9,13; Zech 11,2; 3 Mc 3,22innate 3 Mc 3,22; thickly wooded Am 9,13δρυμὸς σύμφυτος thicket Zech 11,2 Cf. SPICQ 1978a, 844-846 -
8 σύμφυτος
ος, ο ν см. συμφυής -
9 σύμφυτος
1. природный, врожденный; 2. сросшийся, сродненный, соединенный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σύμφυτος
-
10 σύμφυτος
[симфитос] εκ. сросшийся, родственный, врождённый, прирождённый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμφυτος
-
11 σύμφυτος
[симфитос] επ сросшийся, родственный, врождённый, прирождённый. -
12 σύμφυτος
σύμφῠτ-ος, ον,A born with one, congenital, innate,ἀρετά Pi.I.3.14
; κακόν, ἐπιθυμία, Pl.R. 609a, Plt. 272e; of diseases, Hp.Coac. 502;βλάβαι καὶ διαφθοραὶ τοῦ σώματος Gal.6.3
; natural, τῶν σιτίων ἔνια ἔχει γλυκύτητα σ. ib.475, cf. 731;σ. ἐχούσης ὑγρότητα τῆς γλώττης Id.16.508
; σ. αἰών our natural age, i.e. our old age (acc. to the Sch.), A.Ag. 107 (lyr.); νεικέων τέκτονα σ. the natural author of strife, i.e. a cause of strife natural to the race, ib. 152 (lyr.); εἰς τὸ σ. according to one's nature, E.Andr. 954; ὕδωρ σ. ἐν γάλακτι, opp. ἐπακτόν, Arist.Mete. 382b12;τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις Id.Po. 1448b5
; σ. [πνεῦμα], i.e. the vital spirit, Id.Spir. 482a8; σ. ὑγρὸν καὶ θερμόν (in a seed) Thphr.HP1.11.1;πρῶτον ἀγαθὸν καὶ σύμφυτον ἡδονή Epicur.Ep.3p.63U.
; τὰ σ. natural functions or parts, Arist.GA 753a17, Ph. 253a12.2 c. dat., natural to,σ. αὐτοῖς δειλία Lys.10.28
; ἀϋδρία τισὶ τόποις ς. Pl.Lg. 844b; τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, opp. τὰ ὑστερογενῆ (such as milk), Arist.HA 521b17, cf. Thphr.Sens.1,16.3 c. gen., [τῶν φθόγγων] σ. ἡδοναί Pl.Phlb. 51d
;εὐβουλία ἀρετὴ λογισμοῦ σ. Id.Def. 413c
: cf. συγγενής, σύγγονος.II grown together,διάστασις τῶν σ. μερῶν Arist.Top. 145b3
;σ. τῷ Χιτῶνι Id.HA 557b18
;ἐγκεφάλου σκέπασμα σ. μὲν οὐκέτι, πολλαχόθι μέντοι συμφυές Gal. UP8.9
;σ. ἐμποιεῖν τινί τι Pl.Phd. 81c
; united, Id.Phdr. 246a, Ep.Rom.6.5; of qualities in relation to matter,ὕλη.. λαβοῦσα ποιότητας.. καὶ οἷον συμφύτους αὐτὰς ἔχουσα καὶ συγκεκραμένας ἀλλήλαις Plot.3.6.8
, cf. 3.6.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμφυτος
-
13 σύμφυτος
σύμ-φυτος, mitgewachsen, angeboren; verwandt; von Natur eigen; zusammengewachsen, zugewachsen, zugeteilt -
14 σύμφυτος
(...)e sımsıkı bağlı -
15 ξύμφυτος
σύμφυτος, σύμφυτοςborn with one: masc /fem nom sg -
16 συμφύτως
σύμφυτοςborn with one: adverbialσύμφυτοςborn with one: masc /fem acc pl (doric) -
17 συμφύτους
σύμφυτοςborn with one: masc /fem acc pl -
18 σύμφυτοι
σύμφυτοςborn with one: masc /fem nom /voc pl -
19 σύμφυτον
σύμφυτονcomfrey: neut nom /voc /acc sgσύμφυτοςborn with one: masc /fem acc sgσύμφυτοςborn with one: neut nom /voc /acc sgσύμφῡτον, συμφύωmake to grow together: aor imperat act 2nd dualσύμφῡτον, συμφύωmake to grow together: aor ind act 2nd dual (homeric ionic) -
20 ἐπ-ακτός
ἐπ-ακτός (ἐπάγω), herbeigeführt, -geholt; οὐκ ἀστός, ἀλλ' ἐπακτὸς ἐξ ἄλλης χϑονός Eur. Ion 290; σῖτος Thuc. 6, 20; τὰ ἐκ τῶν ποταμῶν ἐπακτὰ ὕδατα D. Sic. 2, 54; dah. – a) fremd, ausländisch; neben ἀλλότριος Pind. Ol. 11, 89; στράτευμα Aesch. Spt. 565 u. öfter; στρατός Soph. Tr. 259; δόρυ O. C. 1522; ἀνήρ Ai. 1275, wo von dem Schol. μοιχός, der fremde Mann, ein Ehebrecher erklärt wird; Ggstz von σύντροφος Her. 7, 102; von σύμφυτος Arist. gen. an. 3, 1. – b) freiwillig herbeigeführt, zugezogen; νόσος Soph. Tr. 491, Schol. αὐϑαίρετος; γάμων ἐπακτὰν ἄταν Eur. Phoen. 345; μανία Plat. Rep. IX, 573 b; ὄμβρος, der zusammengetriebene, heftige, Pind. P. 6, 10; – ὅρκος Isocr. 1, 23, ein zugeschobener Eid (nach Harpocr. scelwillig übernommen); – ἡμέραι ἐπακτοί, Schalttage, Sp.
См. также в других словарях:
σύμφυτος — born with one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφυτος — η, ο / σύμφυτος, ον, ΝΑ [συμφύω, ομαι] 1. έμφυτος, συμφυής, εγγενής 2. φυσικός («τὸ μιμεῑσθαι σύμφυτον τοῑς ἀνθρώποις», Αριστοτ.) 3. (για ασθένεια) συγγενής 4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφυτο α) η ιδιότητα τού συμφυούς β) βοτ. ονομασία φυτού νεοελλ.… … Dictionary of Greek
σύμφυτος — η, ο 1. αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Είναι σύμφυτη στον άνθρωπο η ορμή να γνωρίσει τον κόσμο που τον περιβάλλει. 2. αυτός που φυτρώνει μαζί με άλλον, συνενωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύμφυτος — σύμφυτος , σύμφυτος born with one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύτως — σύμφυτος born with one adverbial σύμφυτος born with one masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύτους — σύμφυτος born with one masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφυτοι — σύμφυτος born with one masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՏՆԿԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0885 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c ա. σύμφυτος complantatus, congenitus. Զոյգ ընդ այլում տնկեալ. ʼի միասին սերմանեալ եւ արմատացեալ. կցորդ ʼի բնէ. համաբուն. *Տնկակից եղեաք նմանութեան մահու… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
σύμφυτον — comfrey neut nom/voc/acc sg σύμφυτος born with one masc/fem acc sg σύμφυτος born with one neut nom/voc/acc sg σύμφῡτον , συμφύω make to grow together aor imperat act 2nd dual σύμφῡτον , συμφύω make to grow together aor ind act 2nd dual (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… … Dictionary of Greek