-
1 συγγένεια
συγ-γένεια, ἡ, Gleichheit des Geschlechts u. der Abkunft, Verwandtschaft; auch von dem Verhältnis der Pflanzstadt zur Mutterstadt, die Familie, wie unsere Verwandtschaft in konkretem Sinne; συγγένειαι = die beiden Söhne -
2 συγ-γενικός
συγ-γενικός, ή, όν, den Vecwandten. gehörig. ste betreffend, φιλοστοργία, Pol 32, 11. 1; auch adv., συγγενικῶς καὶ φιλανϑρώπ ως οἰκεῖτε τὴν πόλιν, Dem. 25, 89. Vgl. συγγένεια.
-
3 συγ-γένεια
συγ-γένεια, ἡ, Gleichhen des Geschlechts u. der Abkunft, Verwandtschaft; φίλτατε συγγενείας, Eur. Or. 731, πικρά, I. A. 510; Thuc. 3, 65; auch von dem Verhältniß der Vslanzstadt zur Mutterstadt, Wolf Dem. Lpt. p. 328, die Familie, wie unser Verwandtschaft in. concretem Sinne, ἡ Περικλέους όλη οἰκία ἢ ἄλλη συγγένεια, Plat. Gorg. 472 b; ἀπὸ τῆς Σόλωνος συγγενείας, Charm. 155 a, u. öfter; so kann auch Conv. 178 c οὔτε ξυγγένεια οὔτε τιμαί genommen werden, wo man es = εὐγένεια erkl. u. Wyttenb. so ändern wollte; vgl. ὡςπερ αἱ συγγένειαι τὰς ίδίας οἰκοῠσιν οἰκίας, οὕτω καὶ τὲν πόλιν οἰκεῖτε δημοσίᾳ, Dem. 25, 87, wo das Folgde zu vergleichen; Sp., wie Pol. 15, 30, 7. – Bei D. Sic. 13, 20 heißen συγγένειαι die beiden Söhne. Val. 13, 28.
-
4 οἰκία
οἰκία, ἡ, 1) Haus, Behausung, Wohnung; τὰς οἰκίας οὐ κατέβαλε, Her. 1, 17; οἰκίας οἰκοδομέειν, 1, 114, öfter; im Ggstz von καλύβη, Thuc. 2, 52 u. A. – 2) wie auch wir »Haus« sagen für Geschlecht, Familie, οἰκίης ἀγαϑῆς, von gutem Hause, guter Herkunft, Her. 1, 107. 2, 172, δεύτερος ταύτης τῆς οἰκίας, 1, 25, u. sonst; ἡ οἰκία Λακωνικὸν ὄνομα ἔσχεν, Thuc. 8, 6; ἰδιώτας καὶ ὅλας οἰκίας καὶ πόλεις, Plat. Legg. X, 909 b; der συγγένεια entsprechend, Gorg. 472 b; neben γένος, Dem. 23, 67; öfter bei Pol., δέκα τῶν συγγενῶν φίλων οἰκίαι 39, 2, 4, τῆς ἐπιφανεστάτης οἰκίας 2, 59. Bei Strab. 7, 1 der röm. familia entsprechend. – Das Hauswesen, ἐπὶ τῇ τῆς οἰκίας παρασκευῇ διατρίβειν, Plat. Rep. II, 370 a; τὴν οἰκίαν διοικεῖν, Gorg. 520 e. – Genauer unterschieden von οἶκος ist es das eigentliche Wohnhaus, während οἶκος das Gesammtvermögen umfaßt (vgl. Böckh Staatshaush. I p. 379), ἐξ οἰκίας ἐξελαύνων Plat. Rep. VIII, 569 a, καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ IX, 579 b, κατ' οἰκίαν διατρίβειν, zu Hause verweilen, Lach. 180 d; δύ' οἰκίας ᾤκει, von Einem, der zwei Frauen geheirathet hat und zwei Wirthschaften führt, Dem. 39, 26. Von συνοικία unterschieden, Aesch. 1, 105.
См. также в других словарях:
συγγενεία — συγγενείᾱ , συγγένεια kinship fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένεια — kinship fem nom/voc sg συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… … Dictionary of Greek
συγγένεια — η 1. σχέση εξ αίματος ή επιγαμίας: Έχουν συγγένεια μακρινή. 2. ομοιότητα: Τα κόμματα αυτά έχουν στενή συγγένεια. 3. «χημική συγγένεια», ιδιότητα των χημικών στοιχείων να συναποτελούν χημικές ενώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… … Dictionary of Greek
συγγενείαν — συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 1st sg (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενείας — συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem acc pl συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένει' — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένειαι , συγγένεια kinship fem nom/voc pl συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl συγγένειε , συγγένειος akin masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγένεια — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)