Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συγγένεια

  • 41 ξυγγενεια

        ἥ
        1) общность происхождения, родство
        

    (τινος и τινι Plat. или πρός τινα Isocr.)

        2) общность, внутренняя связь
        κατὰ συγγένειαν τῆς μορφῆς Arst.по морфологическому сходству

        3) родня, род, семья
        

    ἀπὸ τῆς τοῦ Σόλωνος συγγενείας Plat. — из рода Солона;

        φίλοι καὴ σ. Eur.друзья и родные

        4) родственник
        

    σ. πατρὸς ἐμοῦ Eur.родственник моего отца

        5) лог. род, класс, категория

    Древнегреческо-русский словарь > ξυγγενεια

  • 42 родство

    η συγγένεια
    языковое - лингв. γλωσσική -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > родство

  • 43 сродство

    η συγγένεια
    химическое - χημική -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сродство

  • 44 близость

    близость
    ж
    1. (по месту) ἡ κοντινό-τητα [-ης], ἡ ἐγγύτητα [-ης], ἡ γειτνίαση [-ις];
    2. (по времени) τό ἐπικείμενο;
    3. (сходство) ἡ ὀμοιότητα [-ης]:
    \близость взглядов ἡ ἐγγύτητα τῶν ἀπόψεων
    4. (в отношениях) ἡ ὁΙκειότητα [-ης], ἡ στενή σχέση;
    5. (родство) ἡ συγγένεια

    Русско-новогреческий словарь > близость

  • 45 восходящий

    восход||ящий
    прич. и прил ἀνερχόμενος, ἀνοδικός, ἀνατέλλων, ἀνιών:
    \восходящийящее солнце ὁ ἀνατέλλων ήλιος· \восходящийящая кривая мат ἡ ἀνιοῦσα καμπύλη· по \восходящийящей линии (о родстве) ἡ ἀνιοῦσα συγγένεια· ◊ \восходящийя-щая звезда τό καινούριο ἀστέρι.

    Русско-новогреческий словарь > восходящий

  • 46 духовный

    духо́вн||ый
    прил
    1. πνευματικός, διανοητικός:
    \духовныйая близость ἡ πνευματική συγγένεια·
    2. (церковный) ἐκκλησιαστικός:
    \духовныйое лицо ὁ κληρικός, ὁ Ιερωμένος· ◊ \духовныйое завещание уст. ἡ διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > духовный

  • 47 кровь

    кров||ь
    ж τό αίμα:
    артериальная (венозная) \кровь τό ἀρτηριακό (τό φλεβικό) αίμα· прилив \кровьи ἡ ὑπεραιμία· переливание \кровьи ἡ μετάγγιση αίματος· заражение \кровьи ἡ μόλυνση τοῦ αίματος, ἡ σηψαιμία· пускать \кровь ἀφαιμάσσω, κάνω ἀφαίμαξη· быть в \кровьй εἶμαι αἰμόφυρτος, εἶμαι κατα-ματωμένος· ◊ у́зы \кровьи οἱ δεσμοί αἰμα-τ°ς. ἡ ἐξ αίματος συγγένεια· \кровь за \кровь παίρνω τό αίμα πίσω· проливать \кровь за Родину χύνω τό αίμα μου ὑπέρ τής Πατρίδος· избить до \кровьи τσακίζω στό ξύλο разбить в \кровь καταματώνω, αίματώνω· это моя плоть и \кровь εἶναι ἡ σαρξ ἐκ τής σαρκός μου· до последней капли \кровьи μέΧΡί τελευταίας ρανίδος τοῦ αίματος· £то у него в \кровьй (унаследовано) τό ἐχει ото αἰμα του· \кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες· \кровь с молоком ροδοκόκκινος· \кровь бросилась ему в лицо́ Εγινε κατακόκκινος, τό αίμα τοῦ ἀνέβηκε στό πρόσωπο· сердце \кровьью обливается ματώνει ἡ κάρδιά μου· портить себе \кровь разг χαλώ τήν ζαχαρένια μου.

    Русско-новогреческий словарь > кровь

  • 48 отдаленный

    отдаленн||ый
    1. прич. от отдалить.
    2. прил ἀπομακρυσμένος, ἀπομεμακρυσμένος, μακρινός / ἀπόκεντρος, παράμερος (о местности, времени):
    \отдаленныйое представление ἡ ἀμοδρά ἰδέα· \отдаленныйое родство́ ἡ μακρυνή συγγένεια· \отдаленныйое сходство ἡ ἐλαφρά ὁμοιότης· это имеет \отдаленныйое сходство с чем-л. αὐτό θυμίζει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > отдаленный

  • 49 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 50 сродни

    сродни
    нареч разг:
    быть \сродни кому́-л. ἔχω συγγένεια μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > сродни

  • 51 языковой

    языков||ой
    прил лингв. γλωσσικός, τής γλώσσας:
    \языковойа́я система τό γλωσσικό σύστημα· \языковойо́е родство́ ἡ γλωσσική συγγένεια· \языковойое чутье τό αίσθημα τῆς γλώσσας.

    Русско-новогреческий словарь > языковой

  • 52 πνευματικός

    η, ό[ν] 1.
    1) умственный, интеллектуальный;

    πνευματική εργασία — умственный труд;

    πνευματικες ικανότητες — умственные способности;

    2) духовный, нравственный; культурный;

    οι πνευματικες ανάγκες ( — или απαιτήσεις) — духовные потребности;

    η πνευματική συγγένεια — духовная близость;

    πνευματική ζωή — духовная жизнь;

    πνευματική καλλιέργεια — духовная культура;

    πνευματικό κέντρο — культурный центр;

    3) тех пневматический;

    § πνευματική ιδιοκτησία — авторские права;

    2. (ο) исповедник, духовник

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πνευματικός

  • 53 ξυγγένειαν

    συγγένειαν, συγγένεια
    kinship: fem acc sg

    Morphologia Graeca > ξυγγένειαν

  • 54 συγγενειών

    συγγένεια
    kinship: fem gen pl

    Morphologia Graeca > συγγενειών

  • 55 συγγενειῶν

    συγγένεια
    kinship: fem gen pl

    Morphologia Graeca > συγγενειῶν

  • 56 4772

    {сущ., 3}
    родство, родня, семья.
    Ссылки: Лк. 1:61; Деян. 7:3, 14.*

    Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4772

  • 57 blood

    1) (the red fluid pumped through the body by the heart: Blood poured from the wound in his side.) αίμα
    2) (descent or ancestors: He is of royal blood.) καταγωγή, συγγένεια
    - bloody
    - bloodcurdling
    - blood donor
    - blood group/type
    - blood-poisoning
    - blood pressure
    - bloodshed
    - bloodshot
    - bloodstained
    - bloodstream
    - blood test
    - bloodthirsty
    - bloodthirstiness
    - blood transfusion
    - blood-vessel
    - in cold blood

    English-Greek dictionary > blood

  • 58 relationship

    1) (the friendship, contact, communications etc which exist between people: He finds it very difficult to form lasting relationships.) σχέση
    2) (the fact that, or the way in which, facts, events etc are connected: Is there any relationship between crime and poverty?) σχέση
    3) (the state of being related by birth or because of marriage.) συγγένεια

    English-Greek dictionary > relationship

  • 59 son-in-law

    plural - sons-in-law; noun (a daughter's husband.) γαμπρός(συγγένεια)

    English-Greek dictionary > son-in-law

  • 60 родственность

    [ρότστβινναστ'] ουσ. θ. συγγένεια

    Русско-греческий новый словарь > родственность

См. также в других словарях:

  • συγγενεία — συγγενείᾱ , συγγένεια kinship fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένεια — kinship fem nom/voc sg συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — η 1. σχέση εξ αίματος ή επιγαμίας: Έχουν συγγένεια μακρινή. 2. ομοιότητα: Τα κόμματα αυτά έχουν στενή συγγένεια. 3. «χημική συγγένεια», ιδιότητα των χημικών στοιχείων να συναποτελούν χημικές ενώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • συγγενείαν — συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 1st sg (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενείας — συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem acc pl συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένει' — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένειαι , συγγένεια kinship fem nom/voc pl συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl συγγένειε , συγγένειος akin masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγένεια — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»