-
1 συγγενεία
συγγενείᾱ, συγγένειαkinship: fem nom /voc /acc dual——————συγγενείᾱͅ, συγγένειαkinship: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συγγενεια
ἥ1) общность происхождения, родство2) общность, внутренняя связь(τῶν ὤτων καὴ γλώττης Luc.)
κατὰ συγγένειαν τῆς μορφῆς Arst. — по морфологическому сходству3) родня, род, семьяἀπὸ τῆς τοῦ Σόλωνος συγγενείας Plat. — из рода Солона;
φίλοι καὴ σ. Eur. — друзья и родные4) родственникσ. πατρὸς ἐμοῦ Eur. — родственник моего отца
5) лог. род, класс, категория(ἐν τῇ αὐτῇ συγγενείᾳ εἶναι Arst.)
-
3 συγγένεια
συγγένειαkinship: fem nom /voc sgσυγγένειοςakin: neut nom /voc /acc pl -
4 συγγένεια
-
5 συγγένεια
συγγένεια, ας, ἡ (συγγενής; Eur., Thu.+; ins, pap, LXX; pseudepigr.; Philo; Jos., Bell. 7, 204 ἐκ μεγάλης ς., Ant. 1, 165; Just., D. 4, 2; Tat. 20, 3) an extended family system, relationship, kinship concr. the relatives (Eur., Pla.+; LXX) Lk 1:61; Ac 7:3; 1 Cl 10:2f (the two last Gen 12:1); Ac 7:14 (Diod S 16, 52, 3 μετεπέμψατο ἀμφοτέρους μεθʼ ὅλης τῆς συγγενείας; 34 + 35 Fgm. 23).—DELG s.v. γίγνομαι. M-M. TW. Spicq. Sv. -
6 συγγένεια
η1) родство (тж. перен.); близость; родственность;συγγένεια εξ αίματος ( — или ομαιμίας) — или φυσική ( — или κυρίως) συγγένεια — кровное родство;
συγγένεια εξ αγχιστείας ( — или κηδεστίας) — родство по браку;
στενή (μακρυνή) συγγένεια — близкое (дальнее) родство;
βαθμός συγγένειας — степень родства;
έχω συγγένεια με κάποιον — быть в родстве с кем-л. или быть сродни кому-л., быть родственником кого-л.;
πνευματική συγγένεια — а) духовное родство (крестника и крёстного); — б) духовная близость, родство душ;
συγγένεια χαρακτήρων — родственность натур;
συγγένεια ιδεών — родство идей;
πολιτική συγγένεια — некровное родство (между усыновлённым и усыновителем, опекуном и опекаемым);
2) мед. врождённость, врождённое свойство;§ χημική συγγένεια — химическое сродство
-
7 συγγενείᾳ
Βλ. λ. συγγενεία -
8 συγγένεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συγγένεια
-
9 συγγένεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συγγένεια
-
10 συγγένεια
-ας + ἡ N 1 22-13-1-4-5=45 Gn 12,1; 50,8; Ex 6,14.16.19kinship, kindred Nm 1,2; kindred, kinsfolk, family Gn 12,1ἐν συγγενείᾳ σοφίας in kinship with wisdom, in connection to wisdom Wis 8,17Cf. DES PLACES 1964a, 1-223; DORIVAL 1994, 192; LARCHER 1984 546(Wis 8,17); SPICQ 1982, 616-622;WEVERS 1993, 842; →TWNT -
11 συγγένεια
συγγέν-εια, ἡ,A kinship, E.IA 492, Th.3.65, etc.;πρὸς συγγενείας καὶ κηδεστίας X.HG2.4.21
; ἡ πρώτη ς. primary kinship, Epicur. Sent.V at.61: c. gen., kin, relationship, with or to another, ἡ τοῦ θεοῦ ς. Pl.Prt. 322a; διὰ τὴν τοῦ Ἡρακλέους ς. Id.Ly. 205c: c. dat., κατὰ τὴν αὑτῶν ἑκατέροις ς. with either of them, Id.Plt. 307d; σ. ἔχειν τινί ib. 257d; ἡ πρὸς τοὺς παῖδας ς. Isoc.6.18; ἡ πρὸς ἀλλήλους ς. Id.4.43, etc.: not properly applied to the relation of parents and children (v.συγγενής 11.1
b),γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια, τοῦτ' ἔστιν Is.8.33
(but cf. D.S. 13.20).2 ties of kindred, family connexion, family influence, Pl.R. 491c, Smp. 178c; of the relation between Athens and Thebes, Decr. ap. D.18.186.3 metaph.,κατὰ σ. τῆς μορφῆς Arist.HA 539a22
; ἡ πρὸς τὸ.. ἱερὸν πῦρ σ. [ παντὸς πυρός] Plu.2.702f;ὤτων καὶ γλώττης Luc.Herc.5
; of metals, Zos.Alch. p.197B.II kinsfolk, family, E.Or. 733 (troch.), Men.923.1; of a single kinsman, E.Or. 1233: collectively, kinsfolk, kinsmen, Id.Tr. 754; ἡ Περικλέους ὅλη οἰκία ἢ ἄλλη ς. Pl.Grg. 472b, cf. Lg. 627c, Ev.Luc. 1.61: pl., families, D.25.87; ἡ σ. ἡ Ἀγανιτέων clan, BCH46.397 ([place name] Mylasa), cf. Michel 476.9 ([place name] Olymus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγένεια
-
12 συγγένεια
родство, родня, семья.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συγγένεια
-
13 συγγένεια
-
14 συγγένεια
[сингэниа] ουσ. Θ. родство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγγένεια
-
15 συγγένεια
[сингэниа] ουσ θ родство. -
16 συγγένεια
συγ-γένεια, ἡ, Gleichheit des Geschlechts u. der Abkunft, Verwandtschaft; auch von dem Verhältnis der Pflanzstadt zur Mutterstadt, die Familie, wie unsere Verwandtschaft in konkretem Sinne; συγγένειαι = die beiden Söhne -
17 συγγένεια
1) affinité2) parenté -
18 parenté
συγγένεια -
19 συγγενείαν
συγγενείᾱν, σύν-γενειάωgrow a beard: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)συγγενείᾱν, σύν-γενειάωgrow a beard: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)συγγενείᾱν, σύν-γενειάωgrow a beard: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)συγγενείᾱν, σύν-γενειάωgrow a beard: imperf ind act 1st sg (attic) -
20 συγγενείας
συγγενείᾱς, συγγένειαkinship: fem acc plσυγγενείᾱς, συγγένειαkinship: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
συγγενεία — συγγενείᾱ , συγγένεια kinship fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένεια — kinship fem nom/voc sg συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… … Dictionary of Greek
συγγένεια — η 1. σχέση εξ αίματος ή επιγαμίας: Έχουν συγγένεια μακρινή. 2. ομοιότητα: Τα κόμματα αυτά έχουν στενή συγγένεια. 3. «χημική συγγένεια», ιδιότητα των χημικών στοιχείων να συναποτελούν χημικές ενώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… … Dictionary of Greek
συγγενείαν — συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 1st sg (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενείας — συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem acc pl συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένει' — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένειαι , συγγένεια kinship fem nom/voc pl συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl συγγένειε , συγγένειος akin masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγένεια — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)