-
1 στῡω
στῡω, steifen, emporrichten, bes. das männliche Glied, ὅςτις ἔτι στῠσαι δυνατός Ar. Lys. 598, u. a. com.; – pass. mit dem perf. act. ἔστῡκα, steif emporstehen, aufgerichtet sein, gew. vom männlichen Gliede, Ar. Ach. 1180, ποϑοῠντες ὑμᾶς ἀναμένουσ' ἐστυκότες Pax 712, Av. 557 u. öfter; ἐστύκαντι, lakonisch, Lys. 996 u. sonst; στύεσϑαι ἐπὶ τὴν μητέρα, Luc. Alex. 11.
-
2 στυω
στύεσθαι ἐπί τινα Luc. αςςιηεςε ιξ αμιρυαν
-
3 στύω
-
4 στῡω
-
5 στύω
στύω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `penem erigere, to be in erection' (Ar., Diog. Ep., Luc., AP).Derivatives: στῦμα n. `erection' (Pl. Com.), στυτικός `causing an erection' (Phylarch.; v.l. στυπτ-). On στύμος see on στύπος (s. v.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Obcene word and as such avoided by the literary language. The verb means in origin `be stiff, erect' in gen. and has in this meaning a derivation in στῦλος (s. v.); beside it [in the zero grade?] σταυρός and with full grade στοά (s. vv.). Further forms w. lit. in WP. 2, 607f., Pok. 1008f. -- Cf. στύφω; s. also on στύραξ.Page in Frisk: 2,816Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στύω
-
6 στύω
στύ̱ω, στύωmake stiff: pres subj act 1st sgστύ̱ω, στύωmake stiff: pres ind act 1st sg -
7 στύω
στύομαν αμετ. уст. быть в состоянии эрекции -
8 ἀνα-στυω
ἀνα-στυω, obscön, = στύω.
-
9 στύηι
στύ̱ῃ, στύωmake stiff: pres subj mp 2nd sgστύ̱ῃ, στύωmake stiff: pres ind mp 2nd sgστύ̱ῃ, στύωmake stiff: pres subj act 3rd sg -
10 εστύκαντι
ἐστύ̱καντι, στύωmake stiff: plup ind act 3rd pl (doric)ἐστύ̱καντι, στύωmake stiff: perf ind act 3rd pl (doric) -
11 ἐστύκαντι
ἐστύ̱καντι, στύωmake stiff: plup ind act 3rd pl (doric)ἐστύ̱καντι, στύωmake stiff: perf ind act 3rd pl (doric) -
12 στύοντα
στύ̱οντα, στύωmake stiff: pres part act neut nom /voc /acc plστύ̱οντα, στύωmake stiff: pres part act masc acc sg -
13 έστυκα
-
14 ἔστυκα
-
15 έστυκας
-
16 ἔστυκας
-
17 εστυκόσι
-
18 ἐστυκόσι
-
19 εστυκότας
-
20 ἐστυκότας
См. также в других словарях:
στύω — στύ̱ω , στύω make stiff pres subj act 1st sg στύ̱ω , στύω make stiff pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύω — ΝΑ (κυρίως το μέσ.) στύομαι έχω το πέος ή την κλειτορίδα τεντωμένα, έχω στύση, έχω διεγερθεί αρχ. (το ενεργ.) (κυρίως σχετικά με το γεννητικό μόριο) κάνω σκληρό ή κάνω να σηκωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στύω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ … Dictionary of Greek
στύηι — στύ̱ῃ , στύω make stiff pres subj mp 2nd sg στύ̱ῃ , στύω make stiff pres ind mp 2nd sg στύ̱ῃ , στύω make stiff pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύραξ — (I) ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α βλ. στύρακας. (II) ακος, ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ* αρχ. κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ αξ (με επίθημα αξ, πρβλ. πίν αξ, χάρ αξ) ανήκει, κατά… … Dictionary of Greek
στύοντα — στύ̱οντα , στύω make stiff pres part act neut nom/voc/acc pl στύ̱οντα , στύω make stiff pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστύκαντι — ἐστύ̱καντι , στύω make stiff plup ind act 3rd pl (doric) ἐστύ̱καντι , στύω make stiff perf ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστυτος — ἄστυτος, ον (AM) [στύω]. αυτός που δεν έχει στύσεις, ο σεξουαλικά ανίκανος … Dictionary of Greek
αναστύφω — ἀναστύφω (Α) 1. γίνομαι κατηφής, μελαγχολικός 2. ανορθώνω το ανδρικό όργανο, στύω … Dictionary of Greek
αστυτίς — ἀστυτίς ( ίδος), η (Α) [στύω] το μαρούλι, που το θεωρούσαν ως διουρητικό και αντιαφροδισιακό … Dictionary of Greek
στυτικός — ή, ό / στυτικός, ή, όν, ΝΑ [στύω, στύομαι] αυτός που προκαλεί στύση τού πέους, διεγερτικός τής αφροδίσιας ορμής … Dictionary of Greek
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek