-
1 έστυκας
-
2 ἔστυκας
См. также в других словарях:
ἔστυκας — ἔστῡκας , στύω make stiff perf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έστυκας
2 ἔστυκας
ἔστυκας — ἔστῡκας , στύω make stiff perf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)