1 στύω
στῦσαι Ar. Lys. 598
ἔστῡκα Id.Av. 557
ἐπίτινα Luc.Alex.11
ἐστύθην Diog.Ep.35.3
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στύω