-
41 ἰδιο-σύ-στατος
ἰδιο-σύ-στατος, für sich bestehend, Sp.
-
42 ἰδιο-υπό-στατος
ἰδιο-υπό-στατος, für sich bestehend, Dion. Ar. Schol. Ep. ench. 17.
-
43 στατά
στατόςplaced: neut nom /voc /acc plστατά̱, στατόςplaced: fem nom /voc /acc dualστατά̱, στατόςplaced: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
44 στατόν
στατόςplaced: masc acc sgστατόςplaced: neut nom /voc /acc sg -
45 στατοί
στατόςplaced: masc nom /voc pl -
46 στατούς
στατόςplaced: masc acc pl -
47 στατή
στατόςplaced: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
48 στατών
-
49 στατῶν
-
50 στάμνος
Grammatical information: m. f.Meaning: `big jar, esp. wine-jar' (IA.).Derivatives: Several diminutives: σταμν-ίον, - άριον n., - ίσκος m. (com., hell. a. late). Surname Σταμνίας m. (Ar.). Denom, verb σταμν-ίζω, only with κατα- and συν-, `to pour into a jar, to transfuse' (Thphr., Nic. a. o.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like ἐρυμνός (: ἔρυμα), λίμνη (: λιμήν) a. o. (Schwyzer 524 and Chantraine Form. 215 with unfounded doubt (?) regarding the IE etym.). So prob. from a noun *στᾶμα, *σταμήν v. t. `stand, standing place'; prop. "destined to stand, fit for" as opposed to a jug to be carried. Thus στάτος m. (substantivized from στατός) `big jug' (hell. inscr., H.), OHG stanta `jug to be put somewhere', Lith. statìnė `barrel, cask'. A zero grade μ-derivation is also supposed in σταμῖνες (s. v.); comparable formations in other languages are Toch. B stām, A ṣtām `tree' (beside which with the original meaning stäm- `stand' in inf. stam-atsi etc.), OHG stam, gen. stammes `stem', which may stand for PGm. * stamna- (IE * sth₂-mn-o-) (and so would be formally identical with στάμνος), but which may also be explained diff. (WP. 2, 606 f., Pok. 1008). -- Cf. στήμων. -- Alb. LW [loanword] shtâmbë, shtëmbë f. `bottle' (Mann Lang. 17, 23). - Furnée 227, 245 compares στάφος: possible but uncertain. A Pre-Greek word seems more probable to me: a standing thing is not typically a vase.Page in Frisk: 2,777Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάμνος
-
51 ἀκοστέω
ἀκοστέω, Hom. zweimal, Iliad. 6, 506. 15, 263 στατὸς ἵππος, ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ; wahrscheinl. verwandt mit ἀκοστή, Gerste, ἀκοστήσας ἵππος, ein Pferd, das sich in Gerste vollfraß u. daher übermüthig ist, wie im Deutschen »das Pferd sticht der Hafer«; vgl. κριϑιᾶν; Buttmann Lexil. 2, 171; Aristonic. Scholl. Iliad. 6, 506 ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀκοστήσας, ὅτι ἄλλοι ἄλλως ἀπέδωκαν· ἔστι δὲ ἤτοι ἐν ἄχει γενόμενος διὰ τὴν στάσιν, ἢ ἄκος τι καὶ βοήϑημα τῆς στάσεως ζητῶν.
-
52 ὅτε
ὅτε, als, da, relatives Correlativum zu πότε, dem Demonstrativum τότε entsprechend; ὅτε δή – τότε δή, Il. 10, 365; ἀλλ' ὅτε δὴ ἀνίαζον –, δὴ τότε μιν προςέειπε, 23, 721; so καὶ τότε δή, 22, 209; καὶ τότ' ἄρα, 24, 32; für τότε steht auch ἔνϑα, ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐκίχανε –, ἔνϑ' ἐπορεξάμενος – οὔτασε, 5, 334, wie 2, 303; Od. 1, 16. 18; auch ἔπειτα, Il. 3, 221. 422; ἤτοι, 9, 553; αὐτίκα, 4, 210; ἤματι τῷ, 2, 743. 5, 210. 6, 345; mit einfachem δέ, 5, 438; am häufigsten fehlt das Demonstrativum ganz. – Es wird verbunden – 1) c. ind.; auf die vergangene Zeit gehend, eine wirkliche Thatsache, etwas wirklich Vergangenes bezeichnend, ὅτ' ἔφησϑα, Il. 1, 397; ὅτε δὴ ἵκοντο, 432; ὅτε Φῆρας ἐτίσατο, 2, 743; ἥδε δέ μοι νῦν ἠὼς ἑνδεκάτη ὅτ' εἰς Ἴλιον εἰλήλουϑα, als, seit ich gekommen bin, 21, 156; ὅτε μιν κρατερὸς παῖς ὀϊστῷ βεβλήκει, 5, 394; ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο, Pind. Ol. 1, 20, öfter; ἀνωλόλυξα μὲν πάλαι, ὅτ' ἦλϑε, Aesch. Ag. 574, u. öfter so c. aor. ind.; Soph. οὐδ' ὅτ' αὐτὸς ἤϑελον, παρίεσαν, O. C. 597; ὅτε ἐχώρει, παρεδίδοσαν Phil. 395; u. in Prosa überall, ὅτε τὸ πρότερον ἐπεδήμησεν, Plat. Prot. 310 e; σχεδὸν δ' ὅτε ταῦτα ἦν καὶ ἥλιος ἐδύετο, Xen. An. 1, 10, 15; Folgde; – auch c. ind. praes., dann wann, einen einzelnen Fall der Gegenwart bezeichnend, oder rein beschreibend, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει (vgl. τε), Il. 2, 471; τὸ δ' ἐμὸν κῆρ ἄχνυται, ὅϑ' ὑπὲρ σέϑεν αἴσχε' ἀκούω, 6, 523, vgl. 23, 599. 24, 363; Hes. O. 526 Sc. 397; νῦν γὰρ οἰμῶξαι πάρα ὅϑ' ὧδ' ἔχων πρὸς τήνδ' ὑβρίζει μητρός, Soph. El. 779, vgl. Ai. 696, öfter, d. i. jetzt – da. Auch ὅτ' οὖν παραινοῠσ' οὐδὲν ἐς πλέον ποιῶ, πρὸς σὲ ἱκέτις ἀφῖγμαι, da ich Nichts ausrichte, bin ich zu dir gekommen, O. R. 918, vgl. El. 1310. 1321; – c. indic. fut., ὅτε μ' ἐφήσεις, Il. 1, 518 (s. ὅταν); auch wie da, sintemal, einen Grund angebend, νῦν δ' ὅτε δὴ καὶ ϑυμὸν ἑταίρου χώεται αἰνῶς, δείδω, 20, 29, vgl. 16, 433 Od. 12, 22; so auch ὅτε γε, Her. 5, 92, 1; ὅτ' οὖν τοιαύτην ἧμιν ἐξήκεις ὁδόν, ἄρχ' αὐτός, Soph. El. 1310; τί δῆτα δεῖ σκοπεῖν, ὅϑ' οἵδε μὲν τεϑνᾶσι, Phil. 427, öfter; ὅτε τοίνυν τοῦϑ' οὕτως ἔχει, προςήκει προϑύμως ἐϑέλειν, Dem. 1, 1; ὅτε γε μηδ' ὑμᾶς δύναμαι πείϑειν, Plat. Phaed. 84 e, vgl. Soph. 254 b; Sp., wie Pol. 3, 29, 6; – ἔστιν ὅτε, es ist wann, bisweilen, Pind. Ol. 10, 1 Soph. Ai. 56; ἔστιν ὅτε Her. 2, 120 (vgl. εἰμί) l. d. – 2) c. optat., eine wiederholte Handlung in der Vergangenheit ausdrückend, jedesmal wenn, so oft als, ἔνϑα πάρος κοιμᾶϑ', ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι, wo er früher zu schlafen pflegte, so oft ihn der Schlaf ankam, Il. 1, 610; σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεὶ ἕστηχ' ὥςπερ ἐμοί, πιέειν, ὅτε ϑυμὸς ἀνώγοι, 4, 262, vgl. 17, 732. 18, 566. 19, 132. 20, 226. 22, 502; auch ὅτε δή, 3, 216. 17, 732, ἄλλως τε πάντως χὥτε δεόμενος τύχοι, Aesch. Eum. 696; u. in indirecter Rede, dem τότε entsprechend, Soph. O. C. 783; ὅτε ζέσειε, Plat. Tim. 70 b; ϑαμινὰ παρήγγειλεν ὁ Ξενοφῶν ὑπομένειν, ὅτε οἱ πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπικέοιντο, Xen. An. 4, 1, 16. – Auch wenn im Hauptsatze der optat. steht, αἲ γάρ μιν ϑανάτοιο ὧδε δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι, ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, wenn ihn vielleicht das Todesgeschick trifft, Il. 18, 464, vgl. 3, 55. 21, 429 Od. 9, 31. 9, 333; Theocr. 7, 108; – ὅτε μή, wie εἰ μή, außer wenn, wenn nicht, οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονος ἆσσον ἱκοίμην οὐδὲ κατευνήσαιμ', ὅτε μὴ αὐτός γε κελεύοι, Il. 14, 247, vgl. 13, 319 Od. 16, 197; auch ohne besonderes Verbum, οὔ τέ τεῳ σπένδεσκε ϑεῶν, ὅτε μὴ Διῒ πατρί, außer dem Vater Zeus, Il. 16, 227. – Hom. setzt übrigens zu dem optat. noch κέν hinzu, οὕτω καὶ τῶν πρόσϑεν ἐπευϑόμεϑα κλέα ἀνδρῶν, ὅτε κέν τιν' ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι, Il. 9, 524, vgl. ὅταν. – 3) bei Hom. auch cum conj. statt ὅταν, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχοῆς, ὅτε μιν ϑάπτωσιν Ἀχαιοί, Il. 21, 523, vgl. 16, 245. 12, 55 Od. 10, 486, öfter; bes. in Gleichnissen, ὡς δ' ὅτε, wie wenn einmal, ὡς δ' ὅτε τις στατὸς ἵππος δεσμὸν ἀποῤῥήξας ϑείῃ, Il. 6, 506, vgl. 14, 414. 15, 263. 22, 162; doch steht auch der indicat. in dieser Vrbdg, τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροός, ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργει μυῖαν, 4, 130; ῥεῖα μάλ' ὡς ὅτε τις τροχὸν κεραμεὺς πειρήσεται, 18, 600, kann als conj. aor. mit kurzem Modusvocal erscheinen, man vgl. aber ὡς δ' ὅτε κινήσει Ζέφυρος βαϑὺ λήϊον, Il. 2, 147 u. 395, wo Spitzner u. Bekker nach den mss. κινήσῃ lesen; ὅτε κεν c. indic. fut., ξυμβλήσεαι, steht Il. 20, 335. Zuweilen ist zu ὡς ὅτε das Verbum aus dem Hauptsatze zu ergänzen, 'Ἀργεῖοι δὲ μέγ' ἴαχον, ὡς ὅτε κῦμα, Il. 2, 394. 18, 219; aber 4, 319, ἐϑέλοιμι καὶ αὐτὸς ἃς ἔμεν ὡς ὅτε δῖον Ἐρευϑαλίωνα κατέκταν, ist zu ὡς ein eigenes Verbum ἦν zu ergänzen, »wie ich damals war«, so daß ὅτε eine einfache Zeitbestimmung enthält; vgl. noch ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν οἷον ὅ τε πρῶτόν περ ἐμισγέσϑην φιλότητι, Il. 14, 295; εἰςόκε ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσι λάβητε, οἷον (sc. ἐλάβετε) ὅτε πρώτιστον ἐλείπετε πατρίδα γαῖαν, Od. 10, 462. – 4) Hom. vrbdt ὅτε auch mit μέμνημαι, wie Il. 15, 18, ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε τ' ἐκρέμω ὑψόϑεν, erinnerst du dich nicht an die Zeit, als du hingst, wo wir einfacher zu sagen pflegen »daß du hingst«; vgl. 20, 188. 21, 396; eben so ἄκουσα εὐχομένης, ὅτ' ἔφησϑα, ich hörte dich rühmen, als du sagtest, 1, 397; nach λαϑεῖν, 17, 627; nach μέμνημαι auch Ar. Av. 1054 Vesp. 354; u. in Prosa, Ἀϑηναῖοι μεμνημένοι καὶ Πλειστοάνακτα ὅτε εἰςβαλὼν ἀπεχώρησε πάλιν, Thuc. 2, 21; μέμνημαι καὶ τοῦτο ὅτε σοῦ λέγοντος συνεδόκει καὶ ἐμοί, Xen. Cyr. 1, 6, 8; vgl. Plat. Men. 79 d; u. vollständig Lys. 18, 76: ἐκείνου τοῦ χρόνου μνησϑέντας ὅτ' ἐνομίζετε, wo man ungenau sagt, daß es für ὅτι steht; τοὐναντίον ἀκούομεν ἐν ἄλλοις ὅτε οὐδὲ βοὸς ἐτολμῶμεν γεύεσϑαι, Plat. Legg. VI, 782 c, vgl. Alc. II, 141 d. Auch mit οἶδα vrbdt es Eur. Hec. 112, οἶσϑ' ὅτε χρυσέοις ἐφάνη ξὺν ὅπλοις, wie Hom. sagt ᾔδεα μὲν γάρ, ὅτε πρόφρων Δαναοῖσιν ἄμυνεν, Il. 14, 71. Daraus erklärt sich denn, wie Xen. Hell. 6, 5, 46 sagt τῶν ὑμετέρων προγόνων καλὸν λέγεται, ὅτε τοὺς Ἀργείων τελευτήσαντας οὐκ εἴασαν ἀτάφους γενέσϑαι, es wird eine schöne That erzählt aus der Zeit, als sie, für »daß sie«; – ὅτ' ἄν, = ὅταν (s. oben), u. eben so ὅτε κεν, – ὅτε δή, und ὅτε δή ῥα, oft bei Hom., alsnun, als nun also, gewöhnlich mit dem indic., auch ὅτε κεν δή, Il. 8, 180; – ὅτε τε, wie ὅςτε u. ä. (s. τέ), das Relativum mit dem vorhergehenden Satze enger verbindend, oft bei Hom. u. Hes., auch ὅτε πέρ τε, wie Il. 4, 259, ἐν δαίϑ' ὅτε πέρ τε γερούσιον αἴϑοπα οἶνον κέρωνται, wenn ja auch, vgl. 10, 7, öfter; ὅτε περ allein, 5, 802. 14, 319. 323 u. öfter; Hes. Th. 291. – Auch πρίν γ' ὅτε wird verbunden, bevor, eher als, Od. 13, 322, u. πρίν γ' ὅτε δή, Il. 9, 488. 12, 437 Od. 23, 43, u. πρίν γ' ὅτ' ἄν, c. conj. aor., Od. 2, 374. 4, 477, wie auch εἰς ὅτε κεν, für die Zeit, wenn etwa, c. conj. aor., 2, 99. 19, 144. Vgl. εἰςόκε. Durch den Accent unterscheidet man hiervon
-
53 αναστατος
21) изгнанныйἀνάστατον ποιεῖν τινα Her., Dem., Plut. — изгонять кого-л.
2) разрушенный, разоренный(πόλις Her., Xen., Plat., Plut.; οἶκος Soph.)
τὰ κάτω τῆς Ἀσίης ἀνάστατα ποιέειν Her. — разорить нижние области Азии3) лишенный(χαρίτων ἀνάστατον συμπόσιον Plut.)
4) восставший, мятежный(πάντα ἀνάστατα γέγονεν Plat.)
-
54 αστατος
21) неустойчивый(τῷ κύκλῳ σῶμα Arst.)
2) волнующийся, неспокойный(ἄ. χειμῶνι ἥ θάλασσα Plut.)
3) недостоверный, шаткий(θεωρία Polyb.)
-
55 διαστατος
-
56 ιστημι
тж. med. (fut. στήσω - дор. στᾱσῶ, impf. ἵστην, aor. 1 ἔστησα - дор. ἔστᾱσα и στᾶσα, Anth. тж. ἕστᾰσα; conjct.: praes.- impf. ἱστῶ, aor. 2 στῶ; opt.: praes.- impf. ἱσταίην, aor. 2 σταίην; imper.: praes. ἵστη, aor. 2 στῆθι; praes.- impf. inf. ἱστάναι; part. praes.- impf. ἱστάς; med.: praes. ἵστᾰμαι, fut. στήσομαι, impf. ἱστάμην, aor. 1 ἐστησάμην, pf. ἕσταμαι; praes.- impf. conjct. ἱστῶμαι; praes.- impf. opt. ἱσταίμην; imper. praes. ἵστᾰσο; inf. praes.- impf. ἵστασθαι; part. praes.- impf. ἱστάμενος; pass.: fut. 1 σταθήσομαι, aor. 1 ἐστάθην; adj. verb. στατός; только для неперех. знач.: fut. 3 ἑστήξω и ἑστήξομαι, aor. 2 ἔστην - дор. ἔστᾱν, эп. στῆν, pf. ἕστηκα - дор. ἕστᾱκα, 1 л. pl. ἕστᾰμεν, ppf. ἑστήκειν и εἱστήκειν - 3 л. pl. ἑστήκεσαν и ἕστᾰσαν; conjct. ἑοτῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕστᾰθι - эол.-дор. στᾶθι, inf. ἑστάναι и ἑστηκέναι, part. ἑστώς, ῶσα, ώς ( или ός) и ἑστηκώς, υῖα, ός)1) ставить, расставлять(πελέκεας ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα, med. κρητῆρας Hom.)
2) ставить, укреплять, подпирать3) ставить, помещать размещать(πεζοὺς ἐξόπιθε Hom.; τὰς ἀγέλας πλησίον τινός Xen.; τὰ μὲν ἐκ δεξιῶν, τὰ δὲ ἐξ εὐωνύμων NT.)
τελευταίους στῆσαι τοὺς ἐπὴ πᾶσι Xen. — расположить резервы в тылу4) выставлять вперед, устремлять(λόγχας καθ΄ αὐτοῖν Soph.)
5) ставить, воздвигать(τρόπαιον Soph., Isocr., Plat., med. Xen., Arph.; ἀνδριάντα Her.; μνημεῖον ἀνδρείας τινὸς χάριν Arph.)
ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arst. — достойный, чтобы ему воздвигли медную статую;ἱστὸν στήσασθαι Hom. — водрузить мачту6) возводить, строить(τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Thuc.)
7) ставить на весы, взвешивать(χρυσοῦ δέκα τάλαντα Hom.; τὰ χρήματα ἀριθμεῖν, μετρεῖν καὴ ἱ. Xen.; μεγάλα βάρη Arst.)
ἐπὴ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν Plat. — прибегнуть к взвешиванию8) становиться(ἄντα τινός, παρά τινα Hom.)
ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι Hom. — подойди же ко мне;στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. — выйдя на середину (лагеря);στῆσαι ἐς δίκην Eur. — (пред)стать перед судом9) стоять, опираться, покоиться10) стоять, вздыматься, выситься(στήλη ἐπὴ τύμβῳ ἑστήκει Hom.)
κρημνοὴ ἕστασαν ἀμφοτέρωθεν Hom. — кругом возвышались кручи11) подниматьἱ. μέγα κῦμα Hom. — (о реке) вздымать высокие волны, сильно волноваться;
ὀρθὸν οὖς ἵ. Soph. — настораживать уши;ὀρθὸν κρᾶτα στῆσαι Eur. — поднять голову;ἵστασθαι βάθρων Soph. — вставать со своих мест;κονίης ὀμίχλην ἱ. Hom. — взбивать тучу пыли;κονίη ἵστατο ἀειρομένη Hom. — пыль поднималась столбом;ἀλγήσας ἵσταται ὀρθὸς ὅ ἵππος Her. — от боли конь поднялся на дыбы;δοῦρα ἐν γαίῃ ἵσταντο Hom. — копья торчали из земли;ὀρθαὴ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ τοῦ φόβου Plat. — волосы становятся дыбом от страха12) поднимать, возбуждать(φυλόπιδα Hom.; μῆνιν Soph.)
ἵστατο νεῖκος Hom. — возник спор;πολέμους ἵστασθαι Her. — вести войны;στᾶσαι ὀρθὰν καρδίαν Pind. — воспрянуть духом13) поднимать, испускать(βοήν Aesch., Eur.; κραυγήν Eur.)
τίς θόρυβος ἵσταται βοῆς ; Soph. — что это за крики раздаются?14) med. держаться, вести себя15) останавливать, задерживать(ἡμιόνους τε καὴ ἵππους Hom.; τέν φάλαγγα Xen.; τὸν ῥοῦν Plat.; αἱ ἐναντίαι κινήσεις ἱστᾶσι ἀλλήλας Arst.; ὅ τῆς γενέσεως ποταμὸς οὔ ποτε στήσεται Plut.)
ἵ. τέν ψυχέν ἐπί τινι Plat. — останавливать свое внимание на чем-л.;ἐπί τινος τὸν λόγον ἱ. Sext. — остановиться на каком-л. вопросе (ср. 19);στῆσαι ἐπί τινος τέν διήγησιν Polyb. — закончить на чем-л. свое повествование;16) переставать, прекращать17) сдерживать, подавлять(τοῦ θανάτου τὸ δέος Plut.)
18) останавливатьсяἄγε στέωμεν Hom. — давай остановимся;
τοῦτο ἀνάγκη στῆναι Arst. — здесь необходимо остановиться19) устанавливать, учреждать или вводить, устраивать(χορούς Her., Soph.; ἑορτάν Pind.; med.: ἀγῶνα HH.; ἤθεά τε καὴ νόμους Her.)
ἀγορέ δέκα ἡμερέων οὐκ ἵσταται Her. — в течение десяти дней рынок бездействует;ἐπὴ τούτου προτέρου στήσομεν τὸν λόγον Sext. — с этого мы начнем свою речь (ср. 15);ἐπὴ στόματος δύο μαρτύρων καὴ τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα NT. — на основании показаний двух или трех свидетелей (да) будет решено любое дело20) совершать, справлять(κτερίσματα Soph.; τῇ Μητρὴ παννυχίδα Her.)
21) превращать, делать(στῇσαι δύσκηλον χθόνα Aesch.)
22) назначать, провозглашать(τινὰ βασιλέα, ὅ ὑπὸ Δαρείου σταθεὴς ὕπαρχος Her.; τινὰ τύραννον Soph., med. Alcaeus ap. Arst.)
23) назначать, определять(ἡμέραν NT.)
τριάκοντα ἀργύρια ἱ. τινί NT. — предложить кому-л. тридцать серебренников24) med. начинаться, наступатьἔαρος ἱσταμένοιο Hom., Hes. — с наступлением весны;
ἦν ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη Her. — был девятый день нового месяца25) находиться в покое, быть неподвижнымτίφθ΄ οὕτως ἕστητε τεθηπότες ; Hom. — отчего вы (словно) оцепенели?;κατὰ χώρην ἱ. Her. — оставаться на (своем) месте26) оказывать сопротивление, противиться(πρὸς οὐ δικαίους Thuc.; αὐξομένῳ τῷ Δημητρίῳ Plut.)
οἱ πολέμιοι οὐκέτι ἔστησαν, ἀλλὰ φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο Xen. — противники не устояли, а побежали врассыпную27) быть устойчивым, твердым(οὐδὲν ἑστηκὸς ἔχειν Arst.; λόγος μεθοδικὸς καὴ ἑστώς Polyb.)
ἑστηκυῖα ἡλικία Plat. — устоявшийся, т.е. зрелый возраст;ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς Thuc. — ветер, постоянно дувший с севера28) (= усил. εἶναι См. ειναι) находиться, пребывать, бытьτὰ νῦν ἑστῶτα Soph. — нынешние обстоятельства;
ἐν ὡραίῳ ἕσταμεν βίῳ Eur. — я достиг зрелого возраста;οἱ ἑστῶτες εἶπον NT. — находившиеся (там люди) сказали;ξυμφορά, ἵν΄ ἕσταμεν Soph. — беда, в которую мы попали;ἐπὴ ξυροῦ ἱ. ἀκμῆς погов. Hom. etc. — находиться на острие бритвы, т.е. в критическом положении -
57 ορθοστατος
-
58 περιστατος
-
59 συστατος
-
60 υποστατος
2 и ὑποστᾰτός 31) выносимый, (пре)одолимыйοὐχ ὑ. Eur. — неодолимый
2) существующий, реальный(σώματα Sext.)
См. также в других словарях:
στατός — placed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek
στάτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκάφη, ἄλλοι δὲ τὰς πέντε μνᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. < στατός, με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
στατά — στατός placed neut nom/voc/acc pl στατά̱ , στατός placed fem nom/voc/acc dual στατά̱ , στατός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατῶν — στατός placed fem gen pl στατός placed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατόν — στατός placed masc acc sg στατός placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῖς — στατός placed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῖσι — στατός placed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοί — στατός placed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῦ — στατός placed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατούς — στατός placed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)