-
1 θεωρία
θεωρίᾱ, θεώριοςbox: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)θεωρίᾱ, θεωρίαsending of: fem nom /voc /acc dualθεωρίᾱ, θεωρίαsending of: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θεωρίαι, θεωρίαsending of: fem nom /voc plθεωρίᾱͅ, θεωρίαsending of: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θεωρία
θεωρία, ἡ, das Zuschauen, Anschauen eines Schauspiels, das Schauspiel; ἄλλην δ' ἄκουσον δυςχερῆ ϑεωρίαν Aesch. Prom. 804, mit Anspielung auf die Gesandtschaften, welche von den griechischen Staaten zur Theilnahme bes. an den vier großen, allgemeinen Festspielen Griechenlands geschickt wurden, ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν ϑεωρίας Eur. Bacch. 1045; auch das Anschauen der Festspiele selbst, wie Soph. O. R. 1491 sagt: ποίας δ' ἑορτὰς ἥξετε, ἔνϑεν οὐ κεκλαυμέναι πρὸς οἶκον ἵξεσϑ' ἀντὶ τῆς ϑεωρίας, wo der Schol. ἀντὶ τῆς ἀπὸ τῆς ϑεωρίας τέρψεως erkl. – Eine solche Gesandtschaft ist gemeint bei Xen. ἕως ἂν ἡ ϑεωρία ἐκ Δήλου ἐπανέλϑῃ Mem. 4, 8, 2; Plat. Phaed. 58 c ἑκάστου ἔτους ϑεωρίαν εἰς Δῆλον ἀπάξειν, ἣν δὴ κατ' ἐνιαυτὸν τῷ ϑεῷ πέμπουσιν; ἢ κατὰ ϑεωρίας ἢ κατὰ στρατείας Rep. VIII, 556 c; ἡ Ὀλυμπίαζε ϑεωρία Thuc. 6, 16; ϑεωρίας εἰς τὰς ἐν τᾷ Ἑλλάδι πανηγύριας ἀποστέλλειν Dem. 18, 91, im Dekret der Byzantier; Pol. 38, 16, 4 ϑεωρίαι δισσαί, μία μὲν ὑπὲρ τῶν Παναϑηναίων, ἡ δ' ἄλλη περὶ μυστηρίων. Auch die Festspiele, das Fest, ἡ τοῦ Διονύσου ϑεωρία Plat. Legg. I, 650 a; οὔτε ϑυσίαν, οὔτε ϑεωρίαν, οὔτ' ἄλλην ἑορτὴν ἤγαγεν Isocr. 19, 10; Plat. Legg. XII, 647 a; Xen. Hier. 1, 12. – Uebh. das Betrachten, in Augenschein Nehmen, γῆν πολλὴν ϑεωρίης εἵνεκα ἐπελήλυϑας Her. 1, 30, κατὰ ϑεωρίης πρόφασιν ἐκ πλώσας 1, 29; Thuc. 6, 24; οὔτ' ἐπὶ ϑεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλϑες Plat. Crit. 25 b; ἐξέπεμψεν ὁ πατὴρ ἅμα κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ ϑεωρίαν, um sich umzusehen, Isocr. 17, 4; vgl. Dem. 43, 18. – Seit Plat. bes. auf geistiges Anschauen übertr., Betrachtung, Untersuchung, wissenschaftliche Erkenntniß, ἐπὶ ϑεωρίαν τῆς διαφορᾶς ἔλϑωμεν Plat. Phil. 38 b, öfter; καὶ ἐπίστασις Pol. 6, 3, 4, wissenschaftliche Behandlung, 1, 5, 3, ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα ϑ., 6, 42, 6; übh. Wissenschaft, Theorie, im Ggstz der Praxis, der Ausübung der aufgestellten Lehrsätze, Arist. u. Sp.
-
3 Θεωρία
Θεωρίᾱ, Θεωρίηfem nom /voc /acc dualΘεωρίᾱ, Θεωρίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Θεωρίᾱͅ, Θεωρίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
4 θεωρια
ион. θεωρίη ἥ1) наблюдение, обозрениеοὐ σπάνις τῆς θεωρίας (sc. ἐστίν) Arst. — это нередко можно наблюдать
2) осмотр или посещение чужих стран, путешествиеκατὰ θεωρίης πρόφασιν или τῆς θεωρίης εἵνεκεν Her. — с целью посещения других стран;
τῆς ἀπούσης πόθος ὄψεως καὴ θεωρίας Thuc. — желание посмотреть дальние края3) филос. созерцание, умозрение, размышление(θ. καὴ ζήτησις Plat.; τῶν καλῶν Arst.)
θ. πάντος μὲν χρόνου, πάσης δὲ οὐσίας Plat. — мысленный охват всего времени и всего бытия;τέν θεωρίαν ποιεῖσθαι περί τινος Arst. — предаваться размышлениям о чем-л.4) учение, теория(ἥ μαθηματικέ θ. Plut.)
αἱ νυκτεριναὴ καὴ ἡμεριναὴ θεωρίαι Polyb. — исчисление ночей и дней5) зрелище (праздничное или театральное)(ἀγῶνες καὴ θεωρίαι Arst.; συμπαραγενέσθκι ἐπὴ θεωρίαν τινά NT.)
ἄγειν τινὰ ἐιτὴ δεῖπνον, ἐπὴ ξυμπόσιον, ἐπὴ θεωρίαν Arph. — водить кого-л. по обедам, пирам и зрелищам;ἥ τοῦ Διονύσου θ. Plat. — Дионисийские торжества(ἥ Ὀλυμπίαζε θ. Thuc.)
7) теория (религиозное посольство из одного греч. государства в другое для участия в празднествах и играх)ἑκάστου ἔτους θεωρίαν ἀπάξειν εἰς Δῆλον Plat. — ежегодно отправлять теорию на Делос -
5 Θεωρια
ἡ Теория ( олицетворение религиозных посольств) Arph. -
6 θεωρία
θεωρία, ἡ, das Zuschauen, Anschauen eines Schauspiels, das Schauspiel; ἄλλην δ' ἄκουσον δυςχερῆ ϑεωρίαν, mit Anspielung auf die Gesandtschaften, welche von den griechischen Staaten zur Teilnahme bes. an den vier großen, allgemeinen Festspielen Griechenlands geschickt wurden; auch das Anschauen der Festspiele selbst. Auch die Festspiele, das Fest. Übh. das Betrachten, in Augenschein Nehmen. Seit Platon bes. auf geistiges Anschauen übertr., Betrachtung, Untersuchung, wissenschaftliche Erkenntnis; καὶ ἐπίστασις, wissenschaftliche Behandlung; übh. Wissenschaft, Theorie, im Ggstz der Praxis, der Ausübung der aufgestellten Lehrsätze -
7 θεωρία
θεωρία, ας, ἡ (Aeschyl., Hdt. +) that which one looks at, spectacle, sight (so mostly of public spectacles, religious festivals, processions, etc., s. DHagedorn and LKoenen, ZPE 2, ’68, 74) συνπαραγενόμενοι ἐπὶ τὴν θ. ταύτην who had gathered for this spectacle Lk 23:48 (w. sim. mng. IG IV2/1, 123, 26 θ. for the ὄχλος; 3 Macc 5:24.—Mitt-Wilck. I/2, 3, 6 [112 B.C.] ἐπὶ θεωρίαν a Rom. senator goes sightseeing in Egypt. ἄγωμεν ἐπὶ τὴν θεωρίαν let us be off for the show AcPl Ha 4, 7).—DELG s.v. θεωρός. M-M. TW. -
8 θεωρία
η1) теория;η θεωρία των πιθανοτήτων — теория вероятности;
η θεωρία της σχετικότητας — теория относительности;
καταχτώ τη θεωρία — овладевать теорией;
αναπτύσσω θεωρίες — рассуждать отвлечённо, теоретизировать;
2) представительность, внушительность;3) вид, внешность;δεν έχει θεωρία — не иметь вида;
4) умозрение;5) воен, обучение -
9 Θεωρίᾳ
Βλ. λ. Θεωρία -
10 θεωρίᾳ
Βλ. λ. θεωρία -
11 θεωρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεωρία
-
12 θεωρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεωρία
-
13 θεωρία
зрелище.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θεωρία
-
14 θεωρία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-1-3=4 DnLXX 5,7; 2 Mc 5,26; 15,12; 3 Mc 5,24Cf. ZIEGLER 1962, 108 -
15 θεωρία
[тэориа] ουσ θ теория. -
16 θεωρία
θεωρ-ία, [dialect] Ion. - ίη, [dialect] Dor. [full] θεᾱρία (v. infr.), [dialect] Boeot. [full] θιαωρία Ἐφ.Ἀρχ.1892.34: ἡ:—A sending of θεωροί or state-ambassadors to the oracles or games, or, collectively, the θεωροί themselves, embassy, mission,θεωρίαν ἀπάγειν εἰς Δῆλον Pl.Phd. 58b
: pl., opp. στρατεῖαι, Id.R. 556c; ἄγειν τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ τὴν κοινὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως θ. D.21.115, cf. X.Mem.4.8.2, Decr.Byz. ap. D.18.91 ([etym.] θεᾱρία), Plb.28.19.4.III viewing, beholding, θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν to go abroad to see the world, Hdt.1.30; κατὰ θεωρίης πρόφασιν ib.29; , cf. Arist.Ath.11.1, Th.6.24; pilgrimage, E.Ba. 1047.2 of the mind, contemplation, consideration, Pl.Phlb. 38b: pl., θεῖαι θ. Id.R. 517d: c. gen., παντὸς μὲν χρόνου πάσης δὲ οὐσίας ib. 486a; ἡ τῶν ἀρχῶν, ἡ τῶν ὅλων θ., Epicur.Ep.2p.55U., Phld.Rh.1.288S.;θ. ποιεῖσθαι περί τινος Arist.Metaph. 989b25
; ἡ περὶ φύσεως θ. Epicur.Ep.1p.3U., etc.: pl., τὰς σαθρὰς αὐτοῦ θ. Demetr. Lac.Herc.124.12.b theory, speculation, opp. practice, Plb. 1.5.3; ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα θ. Id.6.42.6; αἱ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναὶ θ. theoretic reckoning of night and day, Id.9.14.6; ἡ μαθηματικὴ θ. Plu. Rom.12.3 [voice] Pass., sight, spectacle, A.Pr. 802, etc.; esp. public spectacle at the theatre or games, Ar.V. 1005, X.Hier.1.12; ἡ τοῦ Διονύσου θ. the Dionysia, Pl.Lg. 650a.4 Rhet., explanatory preface to a μελέτη, Chor. in Hermes 17.208, etc.: so in Philos., continuous exposition, Olymp.in Mete.18.30, al. -
17 θεωρία
teori, kuram -
18 θεωρία
théorie -
19 θεωρία
teoria (f) rzecz. -
20 θεωρία
teorie
См. также в других словарях:
θεωρία — θεωρίᾱ , θεώριος box neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc/acc dual θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεωρία — Θεωρίᾱ , Θεωρίη fem nom/voc/acc dual Θεωρίᾱ , Θεωρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεωρίᾳ — Θεωρίᾱͅ , Θεωρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek
θεωρία — η 1. κάθε γενική επιστημονική γνώση ή μια σειρά συλλογισμών που έχουν για σκοπό την εξήγηση ενός συνόλου φαινομένων ή γεγονότων: Ο Δαρβίνος διατύπωσε τη θεωρία της εξέλιξης των όντων. – Κβαντική θεωρία για τη φύση του φωτός. 2. κρίση αστήριχτη:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρίᾳ — θεωρίαι , θεωρία sending of fem nom/voc pl θεωρίᾱͅ , θεωρία sending of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
ενοποιημένου πεδίου, θεωρία — Θεωρία που επιζητά την ενοποίηση των ιδιοτήτων του βαρυτικού, ηλεκτρομαγνητικού και πυρηνικού πεδίου (ισχυρής και ασθενούς πυρηνικής δύναμης), έτσι ώστε όλα τα χαρακτηριστικά της να προκύπτουν από ένα σύστημα εξισώσεων. Λίγο μετά τη διατύπωση της … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική θεωρία — Θεωρία για τον ρόλο των φαρμάκων … Dictionary of Greek
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
έμφυτων ιδεών, θεωρία των- — Φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη έμφυτων ιδεών και αρχών στην ψυχή ή στην ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή ιδεών που ενυπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του και, συνεπώς, δεν είναι προϊόντα ούτε της λογικής ούτε της εμπειρίας. Η… … Dictionary of Greek