Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στάδιος

См. также в других словарях:

  • στάδιος — standing fast and firm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάδιος — ία, ον, θηλ. ιων. τ. ίη, Α 1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.) 2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό 3. στητός, ορθός, ίσος 4. (ειδικά για χιτώνα)… …   Dictionary of Greek

  • σταδιέων — στάδιος standing fast and firm masc/fem gen pl (epic ionic) σταδίη fem gen pl (epic ionic) σταδιεύς masc gen pl σταδιέω̆ν , σταδιεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδίη — στάδιος standing fast and firm fem nom/voc sg (epic ionic) σταδίη fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδίην — στάδιος standing fast and firm fem acc sg (epic ionic) σταδίη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδίης — στάδιος standing fast and firm fem gen sg (epic ionic) σταδίη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδίῃ — στάδιος standing fast and firm fem dat sg (epic ionic) σταδίη fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδίῃσιν — στάδιος standing fast and firm fem dat pl (epic ionic) σταδίη fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστάδιος — καλλιστάδιος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ωραίο στίβο («Ἀχιλῆος δρόμους καλλισταδίους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. ολιγο στάδιος, ομοιο στάδιος] …   Dictionary of Greek

  • στάδι' — στάδια , στάδιον stade neut nom/voc/acc pl στάδια , στάδιος standing fast and firm neut nom/voc/acc pl στάδιε , στάδιος standing fast and firm masc voc sg στάδιαι , στάδιος standing fast and firm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»