-
61 καλλιστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιστάδιος
-
62 πενταστάδιος
A of five stades, πορθμός, σκιά, Str.7.6.1, 15.1.21 : -στάδιον, τό, distance of five stades, Id.7.6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταστάδιος
-
63 πολυστάδιος
A many stades long, Eudem. ap. Simp.in Ph.974.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυστάδιος
-
64 σταδαῖος
A standing erect or upright, Ζεὺς ς., in act to hurl his bolt, A.Th. 513; ἔγχη ς. pikes for close fight, opp. missiles (cf.στάδιος 1.1
), Id.Pers. 240; σ. σῶμα firm, steady, of the cube, Ti. [dialect] Locr. 98c; βάθος βραδὺκαὶ ς., of water, Aristid.Quint.2.9; σταδαία πάλη, μάχη, prob.l. in Philostr.VS1.22.4, J.BJ6.2.6, for σταδιαία; μάχη ς. v.l. in Th.4.38, for σταδία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταδαῖος
-
65 σταδίη
-
66 τεσσαρακονταστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακονταστάδιος
-
67 τετράστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράστάδιος
-
68 τριακονταστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταστάδιος
-
69 τριστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριστάδιος
-
70 ἁλυσιδωτός
A wrought in chain fashion,ἁ. θώραξ Plb.6.23.15
(pl), D.S.5.30, etc.; opp. λινοθώραξ, στάδιος θώραξ, Str.3.3.6, Sch. A.R.3.1226.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλυσιδωτός
-
71 ἑκκαιδεκαστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκκαιδεκαστάδιος
-
72 ἑξηκονταστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξηκονταστάδιος
-
73 ἑπταστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταστάδιος
-
74 ὀκταστάδιος
A eight stadia long, Plb.34.12.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκταστάδιος
-
75 ὀκτωστάδιος
A = ὀκταστάδιος, Str. 14.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτωστάδιος
-
76 ὀλιγοστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγοστάδιος
-
77 ὁμοιοστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιοστάδιος
-
78 σταδίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σταδίη
-
79 διστάδιος
-
80 δωδεκαστάδιος
См. также в других словарях:
στάδιος — standing fast and firm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάδιος — ία, ον, θηλ. ιων. τ. ίη, Α 1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.) 2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό 3. στητός, ορθός, ίσος 4. (ειδικά για χιτώνα)… … Dictionary of Greek
σταδιέων — στάδιος standing fast and firm masc/fem gen pl (epic ionic) σταδίη fem gen pl (epic ionic) σταδιεύς masc gen pl σταδιέω̆ν , σταδιεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδίη — στάδιος standing fast and firm fem nom/voc sg (epic ionic) σταδίη fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδίην — στάδιος standing fast and firm fem acc sg (epic ionic) σταδίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδίης — στάδιος standing fast and firm fem gen sg (epic ionic) σταδίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδίῃ — στάδιος standing fast and firm fem dat sg (epic ionic) σταδίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδίῃσιν — στάδιος standing fast and firm fem dat pl (epic ionic) σταδίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστάδιος — καλλιστάδιος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ωραίο στίβο («Ἀχιλῆος δρόμους καλλισταδίους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. ολιγο στάδιος, ομοιο στάδιος] … Dictionary of Greek
στάδι' — στάδια , στάδιον stade neut nom/voc/acc pl στάδια , στάδιος standing fast and firm neut nom/voc/acc pl στάδιε , στάδιος standing fast and firm masc voc sg στάδιαι , στάδιος standing fast and firm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek