Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στύρακος

См. также в других словарях:

  • στύρακος — στύραξ 1 storax masc gen sg στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιοραβάντι — το, Ν άκλ. (κυρίως σε φρ.) «οινοπνευματώδες παρασκεύασμα φιοραβάντι» (παλαιότερα) οινοπνευματώδες παρασκεύασμα από μίγμα ρητίνης, δαφνοκερασιού, στύρακος και αλόης, που χρησιμοποιήθηκε για εντριβές στην αγωγή τών ρευματισμών και τών νεφρικών… …   Dictionary of Greek

  • χυμάτιον — τὸ, ΜΑ [χύμα, ατος] μσν. φρ. «χυμάτιον στύρακος» μικρή ποσότητα, βώλος από ρητινώδες κόμμι τού αρωματικού φυτού στύραξ αρχ. μικρό χύμα, μικρός όγκος μετάλλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»