-
121 δυστομέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστομέω
-
122 δυστομία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστομία
-
123 δύστομος
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύστομος
-
124 δῖος
A codd.); fem. (anap.):—in [dialect] Ep., heavenly,δ. γένος Il.9.538
, etc., used by Hom.,1 of goddesses,δῖα θεά 10.290
; more freq. δῖα θεάων, with superl. force, 18.388, 19.6, etc.;δαίμονα δῖον Hes.Th. 991
.2 of illustrious men or women, noble, Il.2.221, etc.; δῖα γυναικῶν noblest of women, Od.4.305; excellent,δ. ὑφορβός 16.20
, al.3 of nations, etc.,δῖοι Ἀχαιοί Il. 5.451
;δ. Πελασγοί Od.19.177
;δ. ἑταῖροι Il.5.692
; of cities, as Elis, 2.615; Lacedaemon, Od.3.326.5 of things, esp. of the powers of nature, divine, awful, marvellous, αἰθέρος ἐκ δίης, εἰς ἅλα δῖαν, χθὼν δῖα, Il.16.365, 1.141, 14.347, cf. Emp.109.2;δῖον πῦρ E.Alc.5
, etc.;δῖα Χάρυβδις Od.12.104
. -
125 εἰσαλείφω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσαλείφω
-
126 εἰσπλέω
2 abs., sail in, as one sails in,Hdt.
6.33; ;εἰσπλέοντας ἐκπλέοντάς τε Pl.Com.183
;Μεγαρεῦσι μηδὲν ἐσπλεῖν Th.3.51
, cf. X.HG2.4.29; of corn, to be imported, D. 20.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσπλέω
-
127 εὐείσβολος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐείσβολος
-
128 εὔλυτος
A easy to untie or loose, X.Cyn.6.12;ὑποδέσεις D.S.15.44
; loose,θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐ. Id.3.22
.3 loosely knit, supple, of joints, Id.Phgn. 809b26 ([comp] Comp.), 811a1; loose, of a machine, Hero Aut.26.3.4 soluble, easily dissolved, Dsc.5.159; σπλήν friable, Aret.SD1.14; soft, yielding, of the os uteri, Hp.Mul. 2.115: hence metaph., easily dissolved or broken, (anap.); of engagements, X.HG5.2.19; of health, Gal.5.443; of problems, easy to solve, Arist.GA 755b23, Just.Nov.97.6 Intr.5 easily released, of the foetus,εὐ. πρὸς τὸν τόκον Hp.Septim.4
([comp] Comp.): so metaph.,στόμα εὔ. πρὸς λοιδορίαν Thphr.Char.6.10
.II Adv. - τως easily, freely,οὖρα οὐκ εὐ. ἰόντα Hp.Coac. 446
;εὐ. στρέφεσθαι Hero Aut.18.1
;εὐ. [πέλτην] μεταφέρειν D.S.5.34
; loosely,ἐναγκυλίζεσθαι Plb.27.11.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔλυτος
См. также в других словарях:
στόμα — mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
στόμα — το 1. άνοιγμα στο κεφάλι των ζώων και του ανθρώπου, απ΄ όπου εισάγονται οι τροφές: Άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω το φάρμακο. 2. ομιλία, τρόπος ομιλίας: Έχει άσκημο στόμα. 3. φρ., «Κλείσε το στόμα σου», πάψε να μιλάς. 4. στόμιο, άνοιγμα: Στόμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. — ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. См. От избытка сердца глаголют уста … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάτεσσι — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάτεσσιν — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάτοιν — στόμα mouth neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάτων — στόμα mouth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύμα — στόμα mouth neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύματα — στόμα mouth neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc pl στύ̱ματα , στῦμα priapism neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)