-
1 στυγερος
-
2 στυγερός
η, ό [ά, όν ]1) гнусный, мерзкий, отвратительный; одиозный (книжн.); 2) ужасный, тяжкий;στυγερό έγκλημα — тяжкое преступление
-
3 στυγερός
[стигэрос] επ ненавистный, ужасный. -
4 αδης
1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»;
2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.3) ад NT.4) кончина, смерть Pind.ᾅδης πόντιος Aesch. — смерть в море;
ταχὺς ᾅδης Eur. — скорая смерть5) могила Pind.τειχίζειν ᾅδην Anth. — устраивать могилу
-
5 αντιβολεω
(impf. ἠντιβόλουν, aor. ἀντεβόλησα и ἠντεβόλησα)1) встречаться, сходиться (в бою)(τινι Hom.)
2) присутствовать, быть свидетелем(φόνῳ, τάφῳ ἀνδρῶν Hom.)
3) принимать участие, быть причастным(μάχης Hom.)
4) находить, получать в уделτάφου ἀντιβολῆσαι Hom., Arst. — быть погребенным;
γάμου ἀντιβολῆσαι Hes. — вступить в брак;5) становиться уделом6) обращаться с просьбой, молить(τινα Lys., Arph., Xen., Plut.)
ἀντιβοληθεὴς καὴ τέν ὀργέν ἀπομορχθείς Arph. — смягчившись мольбами;εἴπ΄, ἀντιβολῶ, τί ἔστι Arph. — скажи, пожалуйста, в чем дело
См. также в других словарях:
στυγερός — hated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
στυγερός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί τον αποτροπιασμό: Διέπραξε ένα στυγερό έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυγερά — στυγερός hated neut nom/voc/acc pl στυγερά̱ , στυγερός hated fem nom/voc/acc dual στυγερά̱ , στυγερός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερώτερον — στυγερός hated adverbial comp στυγερός hated masc acc comp sg στυγερός hated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερῶν — στυγερός hated fem gen pl στυγερός hated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερόν — στυγερός hated masc acc sg στυγερός hated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεραῖς — στυγερός hated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεραί — στυγερός hated fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεροῖν — στυγερός hated masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεροῖο — στυγερός hated masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)