Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταχθόνιος

См. также в других словарях:

  • καταχθόνιος — subterranean masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχθόνιος — α, ο (AM καταχθόνιος, ον) αυτός που ζει ή υπάρχει κάτω από τη γη, υπόγειος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που ενεργεί κρυφά για να επιτύχει κάτι, σκοτεινός, κακόβουλος, ύπουλος, ραδιούργος («καταχθόνιος άνθρωπος») 2. βλαπτικός, επιζήμιος, καταστρεπτικός 3 …   Dictionary of Greek

  • καταχθόνιος — α, ο ύπουλος, ραδιούργος: Έχει καταχθόνια σχέδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταχθόνιον — καταχθόνιος subterranean masc/fem acc sg καταχθόνιος subterranean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχθονίοις — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχθονίου — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχθονίους — καταχθόνιος subterranean masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχθονίων — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχθονίῳ — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχθόνια — καταχθόνιος subterranean neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχθόνιε — καταχθόνιος subterranean masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»