-
1 καταχθονιος
-
2 καταχθόνιος
α, ο [ός и ία, ον]1) подземный, обитающий в преисподней;2) тёмный, злобный; мрачный;3) коварный; дьявольский; адский;καταχθόνιος άνθρωπος — коварный человек; — интриган; — склочник (разг)
-
3 καταχθόνιος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταχθόνιος
-
4 καταχθόνιος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταχθόνιος
-
5 καταχθόνιος
подземный, преисподний.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταχθόνιος
-
6 αδης
1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»;
2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.3) ад NT.4) кончина, смерть Pind.ᾅδης πόντιος Aesch. — смерть в море;
ταχὺς ᾅδης Eur. — скорая смерть5) могила Pind.τειχίζειν ᾅδην Anth. — устраивать могилу
-
7 δολοπλοκία
η происки, козни, интриги;καταχθόνιος δολοπλοκία — дьявольские козни
-
8 2709
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2709
См. также в других словарях:
καταχθόνιος — subterranean masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθόνιος — α, ο (AM καταχθόνιος, ον) αυτός που ζει ή υπάρχει κάτω από τη γη, υπόγειος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που ενεργεί κρυφά για να επιτύχει κάτι, σκοτεινός, κακόβουλος, ύπουλος, ραδιούργος («καταχθόνιος άνθρωπος») 2. βλαπτικός, επιζήμιος, καταστρεπτικός 3 … Dictionary of Greek
καταχθόνιος — α, ο ύπουλος, ραδιούργος: Έχει καταχθόνια σχέδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχθόνιον — καταχθόνιος subterranean masc/fem acc sg καταχθόνιος subterranean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίοις — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίου — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίους — καταχθόνιος subterranean masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίων — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίῳ — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθόνια — καταχθόνιος subterranean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθόνιε — καταχθόνιος subterranean masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)