Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

στρέφομαι

  • 1 pivot

    ['pivət] 1. noun
    (the pin or centre on which anything balances and turns.) άξονας περιστροφής
    2. verb
    ((with on) to turn (on): The door pivoted on a central hinge.) (περι)στρέφομαι

    English-Greek dictionary > pivot

  • 2 turn

    [tə:n] 1. verb
    1) (to (make something) move or go round; to revolve: The wheels turned; He turned the handle.) γυρίζω / περιστρέφω/-ομαι
    2) (to face or go in another direction: He turned and walked away; She turned towards him.) κάνω μεταβολή, στρίβω, στρέφομαι
    3) (to change direction: The road turned to the left.) στρίβω
    4) (to direct; to aim or point: He turned his attention to his work.) στρέφω
    5) (to go round: They turned the corner.) στρίβω
    6) (to (cause something to) become or change to: You can't turn lead into gold; At what temperature does water turn into ice?) γίνομαι, μεταβάλλω/-ομαι, μετατρέπω/-ομαι
    7) (to (cause to) change colour to: Her hair turned white; The shock turned his hair white.) αλλάζω χρώμα
    2. noun
    1) (an act of turning: He gave the handle a turn.) στροφή, στρίψιμο, περιστροφή
    2) (a winding or coil: There are eighty turns of wire on this aerial.) γύρα, βόλτα
    3) ((also turning) a point where one can change direction, eg where one road joins another: Take the third turn(ing) on/to the left.) στροφή
    4) (one's chance or duty (to do, have etc something shared by several people): It's your turn to choose a record; You'll have to wait your turn in the bathroom.) σειρά
    5) (one of a series of short circus or variety acts, or the person or persons who perform it: The show opened with a comedy turn.) νούμερο σε παράσταση
    - turnover
    - turnstile
    - turntable
    - turn-up
    - by turns
    - do someone a good turn
    - do a good turn
    - in turn
    - by turns
    - out of turn
    - speak out of turn
    - take a turn for the better
    - worse
    - take turns
    - turn a blind eye
    - turn against
    - turn away
    - turn back
    - turn down
    - turn in
    - turn loose
    - turn off
    - turn on
    - turn out
    - turn over
    - turn up

    English-Greek dictionary > turn

  • 3 turn against

    (to become dissatisfied with or hostile to (people or things that one previously liked etc): He turned against his friends.) στρέφομαι εναντίον

    English-Greek dictionary > turn against

  • 4 turn on

    1) (to make water, elekctric current etc flow: He turned on the water / the gas.) ανοίγω
    2) (to turn (a tap, switch etc) so that something works: I turned on the tap.) ανοίγω, ανάβω
    3) (to cause (something) to work by switching it on: He turned on the radio.) ανοίγω (διακόπτη)
    4) (to attack: The dog turned on him.) επιτίθεμαι, ρίχνομαι σε, στρέφομαι εναντίον

    English-Greek dictionary > turn on

См. также в других словарях:

  • στρέφομαι — στρέφομαι, στράφηκα, στραμμένος βλ. πίν. 210 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρέφομαι — στρέφω Aër. pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • καταπολεύω — (Α) 1. στρέφομαι 2. πάπ. (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι προς τα κάτω κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)] …   Dictionary of Greek

  • μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… …   Dictionary of Greek

  • παρεπιστρέφω — Α [επιστρέφω] 1. στρέφομαι πλαγίως 2. μέσ. παρεπιστρέφομαι καθώς βαδίζω στρέφομαι πίσω μου και παρατηρώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιστρωφώ — άω, Α 1. στρέφω γύρω από κάτι ή στρέφω εδώ κι εκεί, περιφέρω 2. (αμτβ.) στρέφομαι γύρω από κάτι ή στρέφομαι εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 3. μέσ. περιστρωφοῡμαι, έομαι πηγαίνω εδώ κι εκεί προς ὁλες τις κατευθύνσεις, τριγυρίζω, περιέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»