-
1 στιχός
-
2 στίχος
στίχος, ὁ, eine Reihe, Ordnung, ein Glied, bes. der Krreger; τάξαι νεῶν στῖφος μὲν ἐν στίχοις τρισίν, Aesch. Pers. 358; δένδρων, Xen. Oec. 4, 21 u. sonst; ἀριϑμοῠ, Plat. Phaed. 104 b; der Vers, μὴ πλείω τεε ιάρων ἡρωϊκῶν στίχων, Legg. XII, 958 e. – Vgl. στίξ u. στοῖχος.
-
3 στίχος
στίχοςrow: masc nom sg -
4 στίχος
1 rankκραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες the ranked words P. 4.57 lit., of fighting men,παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
-
5 στίχος
A row or file of soldiers, X.Lac.11.5,8, Eq.Mag.3.9, v.l. for στοιχ- in Cyr.8.3.9; of trees, Id.Oec.4.21, PFay.111.24 (i A.D.); of numbers, Pl.Phd. 104b; of the cells in a honey-comb, Arist.HA 624a11; course of masonry, SIG247 ii 72 (Delph., iv B.C.).2 old name for λόχος, Ascl.Tact.2.2, cf. Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.1.II line of poetry, verse, Ar.Ra. 1239, Arr.Epict. 2.23.42, BGU 1026xxii 18 (iv A.D.), etc.; ἡρωϊκοὶ ς. Pl.Lg. 959a; τὸν βίον ἔθηκας εἰς στίχον, i.e. have described life in one line, Nicostr. Com.28; but used of a couplet, BMus.Inscr. 1074 ([place name] Coptos); defined by Heph.Poëm.1, cf. Sch.Heph.p.262 C.b line of prose, of about the same length as the average hexameter verse, viz., about 15 or 16 syllables, used in reckoning the compass of a passage or work, D.H.Th.10,13,19,33, Gal.2.227, 5.656 (cf. 655), 10.781, 15.9, al., Anon. in Tht.3.32, Ath.13.585b, Men.Rh.p.434 S., PLond. in Zentralblatt für Bibliothekswesen Beiheft 61.88 (iii A.D.), PFlor.371.19, 23 (iv A.D.), Simp.in Cat.18.20; rarely used in citations, κατὰ τοὺς διακοσίους ς. D.L.7.33, cf. 187, 188; ὡς πρὸ σ' στίχων τοῦ τέλους Sch. Orib.4p.532, cf. p.534, al.III ἐκτὸς τοῦ ς.,= Lat. extra ordinem, OGI441.64 (Lagina, i B.C.).IV Philos.,=συστοιχία 11
, series, order, Plot.5.3.14 (v.l. στοῖχος); causal chain, Id.6.7.6 ( στοῖχος Volkmann). -
6 στίχος
στίχος, ὁ, eine Reihe, Ordnung, ein Glied, bes. der Krieger -
7 στίχος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στίχος
-
8 στιχος
I.gen. к * στίξ См. στιξII.(ῐ) ὅ1) ряд, линия(τῶν δορυφόρων, δένδρων Xen.)
2) стихотворная строка, стих Arph.τέτταρες ἡρωϊκοὴ στίχοι Plat. — четыре героических стиха, т.е. гексаметрическое четверостишие
-
9 στίχος
-
10 στιχός
στίξrow: fem gen sg -
11 στίχος
[стихос] ουσ. а. стих, строка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στίχος
-
12 στίχος
-ου ὁ N 2 11-10-0-0-0=21 Ex 28,17(bis).18.19.20row, fileCf. BARTHÉLEMY 1990, 259 -
13 στίχος
[стихос] ουσ α стих, строка. -
14 στίχος
verseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στίχος
-
15 πεντά-στιχος
πεντά-στιχος, von fünf Reihen, Versen, Pallad. 42 (IX, 173).
-
16 πολύ-στιχος
πολύ-στιχος, von od. in vielen Reihen, Versen; Strab. XVII, 806 u. a. Sp. – Ἡ Πολύστιχος heißt eine antike Ausgabe der Ilias, s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 203.
-
17 τρί-στιχος
τρί-στιχος, von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp.
-
18 τετρά-στιχος
τετρά-στιχος, in vier Reihen, Zeilen, vierzeilig, Sp.
-
19 δεκά-στιχος
δεκά-στιχος, zehn Verse enthaltend, Schol. Il. 4, 101; ἡ δ., ein Buch des Hagnon.
-
20 δί-στιχος
δί-στιχος, von zwei Zeilen; κριϑαί, zweizeilige Gerste, Plut. plac. phil. 5, 10; von zwei Versen, ἐπίγραμμα Cyrill. 1 (IX, 369). Dah. τὸ δίστιχον, ein Hexameter u. ein Pentameter, Leon. Al. 21 (VI, 329) u. sonst.
См. также в других словарях:
στίχος — row masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
στίχος — ο 1. μια σειρά σε ένα κείμενο: Στις εξετάσεις δόθηκε ένα αρχαίο κείμενο 15 στίχων. 2. γραμμή ποιήματος: Κάθεστροφή αυτού του ποιήματος αποτελείται από τρεις στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιχός — στίξ row fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα … Dictionary of Greek
καρκινικός (στίχος) — καρκινικός (στίχος), ο που μπορεί να διαβαστεί κι απ την αρχή κι από το τέλος, όπως «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεξανδρινός στίχος — Με τον όρο αυτό παρέμεινε στη γαλλική ποίηση η μορφή του δωδεκασύλλαβου στίχου, που χρησιμοποίησε ο ποιητής Αλεξάντρ Ντι Μπερνέ, ο επιλεγόμενος Παρισινός, όταν τον 12o αι. διασκεύασε σε ηρωικούς δωδεκασύλλαβους το γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα του… … Dictionary of Greek
ενδεκασύλλαβος — Στίχος έντεκα συλλαβών. Ο στίχος αυτός σπανίζει στα βυζαντινά κείμενα, αλλά είναι πολύ διαδεδομένος στα νεοελληνικά από τον 15o αι. Χρησιμοποιήθηκε από τον Χορτάτση, τον Μπουνιαλή κ.ά. και, στους νεότερους χρόνους, από τον Διονύσιο Σολωμό. Ο ε.… … Dictionary of Greek
δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… … Dictionary of Greek
δεκατρισύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από δεκατρείς συλλαβές. Ο στίχος αυτός πρωτοεμφανίστηκε στη νεοελληνική ποίηση της καθαρεύουσας, προϋπήρχε όμως στην ανώνυμη δημοτική ποίηση. Κόβεται στην έβδομη συλλαβή και αποτελείται από δύο ημιστίχια, ένα επτασύλλαβο… … Dictionary of Greek
επτασύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από επτά συλλαβές. Ο στίχος αυτός σπανίζει στη νεοελληνική ποίηση, τον χρησιμοποίησαν όμως οι I. Γρυπάρης και Ζ. Παπαντωνίου. * * * η, ο (Μ ἑπτασύλλαβος, ον) αυτός που αποτελείται από επτά συλλαβές (α. «επτασύλλαβος στίχος» … Dictionary of Greek