-
101 στίχε
στείχωwalk: aor imperat act 2nd sgστείχωwalk: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)στίξrow: fem nom /voc /acc dualστίχοςrow: masc voc sg -
102 στίχοι
στίχοῑ, στείχωwalk: aor opt act 3rd sgστίχοςrow: masc nom /voc pl -
103 στίχοις
στείχωwalk: aor opt act 2nd sgστίχοςrow: masc dat pl -
104 στίχον
στείχωwalk: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)στείχωwalk: aor ind act 1st sg (homeric ionic)στίχοςrow: masc acc sg -
105 στίχου
στείχωwalk: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric)στίχοςrow: masc gen sg -
106 στίχωι
στίχῳ, στίχοςrow: masc dat sg -
107 სტიხი
ლექსი, შაირი, იამბიკო და სხ., стих, στίχος.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > სტიხი
-
108 miuron
mīūron od. mīūrum, ī, n., sc. metrum (μείουρος στίχος), ein Hexameter, der am Ende statt des Spondeus einen Jambus hat, Ter. Maur. 1929. Serv. cent. metr. 465, 25 K. -
109 ακροστιχίδα
ακροστιχίδα ηакростих – стихотворная игра слов, последовательность стихов или строф, начальные буквы которых составляют слова, фразы или следуют в алфавитном порядке. Стихосложная система, использовавшаяся авторами церковных песнопений для подтверждения своего авторства. Акростихом также может быть слово или фраза, последовательность заглавных букв которой облегчает запоминание или символизируют что-либо:ΒΓΥΘΤΠ — Βάθος Γνώσεως Υψίστου Θεού Τρισυποστάτου Προσκυνουμένου — Глубина Познания Вышнего Бога Триипостасного Спокланяемого. см. ΙΧΘΥΣ
Этим.< ακροστιχίς, -ίδος < άκρος + στιχίς <στίχος «край + стихотворение». Слово вошло и во многие иностранные языки, например, англ. acrostic, рус. акростихΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ακροστιχίδα
-
110 στιχάριο
στιχάριο τοстихарь – священная одежда, прямая, длинная, с широкими рукавами.Стихарь знаменует светлую жизнь облачающихся в него, напоминает о той чистоте и непорочности, с которой служители Божии должны проходить свое высокое служение, и выражает их духовную радость о Господе, внушаемую чистотой жизни. Эта одежда усвоена всем трем степеням священства, так как от них требуется одинаковая чистота жизни. В нее облачаются также иподьяконы и, по благословению епископа, чтецы и певцыЭтим.< στιχάριον < στίχος «ряд, линия, стихотворная строка, стих» -
111 στιχηρό
στιχηρό τοстихира – песнопение, состоящее из многих стихов, написанных одним размером и большей частью предваряемых стихами из Священного Писания. Название это перенесено с ветхозаветных поэтических писаний (книга Иова, псалмы Давида, книга Притчей, Екклезиаст, Песнь Песней), которые у древних отцов Церкви называются стихирами и по образцу и для замены которых стали составляться христианские стихирыЭтим.< στίχος «стихотворная строка» -
112 line
I 1. noun1) ((a piece of) thread, cord, rope etc: She hung the washing on the line; a fishing-rod and line.) κλωστή, σπάγγος, σκοινί, πετονιά2) (a long, narrow mark, streak or stripe: She drew straight lines across the page; a dotted/wavy line.) γραμμή3) (outline or shape especially relating to length or direction: The ship had very graceful lines; A dancer uses a mirror to improve his line.) γραμμή4) (a groove on the skin; a wrinkle.) ρυτίδα5) (a row or group of objects or persons arranged side by side or one behind the other: The children stood in a line; a line of trees.) σειρά, στοίχος6) (a short letter: I'll drop him a line.) αράδα7) (a series or group of persons which come one after the other especially in the same family: a line of kings.) σειρά διαδοχής, γενεαλογία8) (a track or direction: He pointed out the line of the new road; a new line of research.) πορεία9) (the railway or a single track of the railway: Passengers must cross the line by the bridge only.) σιδηροδρομική γραμμή10) (a continuous system (especially of pipes, electrical or telephone cables etc) connecting one place with another: a pipeline; a line of communication; All (telephone) lines are engaged.) γραμμή11) (a row of written or printed words: The letter contained only three lines; a poem of sixteen lines.) σειρά: στίχος12) (a regular service of ships, aircraft etc: a shipping line.) γραμμή13) (a group or class (of goods for sale) or a field of activity, interest etc: This has been a very popular new line; Computers are not really my line.) σειρά, είδος: τομέας δραστηριότητας14) (an arrangement of troops, especially when ready to fight: fighting in the front line.) γραμμή, παράταξη2. verb1) (to form lines along: Crowds lined the pavement to see the Queen.) παρατάσσομαι στο μήκος (του δρόμου)2) (to mark with lines.) ριγώνω, χαρακώνω, ρυτιδώνω•- lineage- linear- lined- liner- lines- linesman
- hard lines!
- in line for
- in
- out of line with
- line up
- read between the lines II verb1) (to cover on the inside: She lined the box with newspaper.) επενδύω2) (to put a lining in: She lined the dress with silk.) φοδράρω•- lined- liner- lining -
113 стих
[στίχ] ουσ. α. στίχος -
114 хорей
[χαριέϊ] ουσ. α. (λογοτ.) τροχαίος στίχος, χορείος -
115 стих
[στίχ] ουσ α στίχος -
116 хорей
[χαριέϊ] ουσ α (λογοτ) τροχαίος στίχος, χορείος -
117 акцентный
-
118 александрийский
επ.αλεξανδρινός•александрийский стих Ο αλεξανδρινός στίχος (ο δωδεκασύλλαβος)•
-лист; александрийский стручок σέννα (καθαρτικό από φύλλα κάσιας).
-
119 амфибрахий
-я α.αμφίβράχης(-χυς) στίχος. -
120 ионийские
κ. ионический1επ. ιωνικός•диалект ιωνική διάλεκτος•
ионийские стих ιωνικός στίχος•
- ордер (αρχτ.) ιωνικός ρυθμός.
См. также в других словарях:
στίχος — row masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
στίχος — ο 1. μια σειρά σε ένα κείμενο: Στις εξετάσεις δόθηκε ένα αρχαίο κείμενο 15 στίχων. 2. γραμμή ποιήματος: Κάθεστροφή αυτού του ποιήματος αποτελείται από τρεις στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιχός — στίξ row fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα … Dictionary of Greek
καρκινικός (στίχος) — καρκινικός (στίχος), ο που μπορεί να διαβαστεί κι απ την αρχή κι από το τέλος, όπως «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεξανδρινός στίχος — Με τον όρο αυτό παρέμεινε στη γαλλική ποίηση η μορφή του δωδεκασύλλαβου στίχου, που χρησιμοποίησε ο ποιητής Αλεξάντρ Ντι Μπερνέ, ο επιλεγόμενος Παρισινός, όταν τον 12o αι. διασκεύασε σε ηρωικούς δωδεκασύλλαβους το γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα του… … Dictionary of Greek
ενδεκασύλλαβος — Στίχος έντεκα συλλαβών. Ο στίχος αυτός σπανίζει στα βυζαντινά κείμενα, αλλά είναι πολύ διαδεδομένος στα νεοελληνικά από τον 15o αι. Χρησιμοποιήθηκε από τον Χορτάτση, τον Μπουνιαλή κ.ά. και, στους νεότερους χρόνους, από τον Διονύσιο Σολωμό. Ο ε.… … Dictionary of Greek
δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… … Dictionary of Greek
δεκατρισύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από δεκατρείς συλλαβές. Ο στίχος αυτός πρωτοεμφανίστηκε στη νεοελληνική ποίηση της καθαρεύουσας, προϋπήρχε όμως στην ανώνυμη δημοτική ποίηση. Κόβεται στην έβδομη συλλαβή και αποτελείται από δύο ημιστίχια, ένα επτασύλλαβο… … Dictionary of Greek
επτασύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από επτά συλλαβές. Ο στίχος αυτός σπανίζει στη νεοελληνική ποίηση, τον χρησιμοποίησαν όμως οι I. Γρυπάρης και Ζ. Παπαντωνίου. * * * η, ο (Μ ἑπτασύλλαβος, ον) αυτός που αποτελείται από επτά συλλαβές (α. «επτασύλλαβος στίχος» … Dictionary of Greek