-
81 ολιγοστιχος
-
82 παροιμιακος
I3вошедший в поговорку Plut.IIὅ (sc. στίχος) стих. паремиак, паремический стих (UU_|UU_|UU_|_|) -
83 πενταστιχος
-
84 περιφερω
(fut. περιοίσω, aor. περιήνεγκα - ион. περιήνεικα)1) носить кругом, носить повсюду(τι κατὰ τέν γῆν Her.; τὸν παῖδα ἀγκάλαισιν Eur.)
π. τι τὸ τεῖχος и κατὰ τὸ τεῖχος Her. — обносить что-л. вокруг (городской) стены2) приносить отовсюду3) вращать, поворачивать(τέν κεφαλήν Plut.)
ἐν τῷ αὐτῷ περιφέρεσθαι κύκλῳ Plat. — вращаться вокруг своей оси;πίνειν σκύφον περιφερόμενον Arst. — пить из круговой чаши;περιφερομένου ἐνιαυτοῦ Her. — по истечении года;εἰς τὸ αὐτὸ περιφέρεσθαι Plat. — возвращаться все к тому же4) водить кругом5) разносить, передавать, распространять(πανταχόσε τι Plut.)
περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα Plat. — это изречение передавалось из уст в уста;ὅ περιφερόμενος στίχος Polyb. — распространенный, т.е. часто цитируемый стих6) приводить(εἰς ἀπάθειάν τινα Plut.)
π. τι εἰς ἑαυτον Plut. — подчинять что-л. себе;περιφέρει δέ τίς με καὴ μνήμη Plat. — кое-что мне память и подсказывает;οὐδὲν περιφέρει με εἰδέναι τούτων Her. — ничего из этого мне не вспоминается7) раскачивать, pass. качаться, Plat. перен. колебаться8) переносить, выдерживатьοὐδεὴς πλείω χρόνον ἐνόμιζον περιοίσειν αὐτούς Thuc. — никто не думал, что они (т.е. афиняне) продержатся дольше
-
85 ροπαλικος
3булавовидный, утолщающийся к концуστίχος ῥ. — булавовидный стих (в котором каждое слово на один слог длиннее предыдущего, напр. ὦ μάκαρ΄ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον Hom.)
-
86 στιξ
στῐχός ἥ (только gen. sing., nom. pl. στίχες и acc. pl. στίχας) ряд, строй(στίχες Δαναῶν Hom.; στίχες ξένων Aesch.)
κατὰ στίχας Hom. — рядами и сквозь ряды; -
87 σφηκωδης
2похожий на осу Arph.σ. στίχος стих. — осоподобный стих, т.е. в середине которого не хватает одной моры
-
88 τραχυς
1) шероховатый, шершавый(λίθος Hom.; σῶμα Xen.)
2) колючий, острый(ἄκανθαι Plut.)
3) жесткий(χαλινός Xen.)
4) обрывистый(ἀκτή Hom.)
5) скалистый, каменистый, неровный(Ἰθάκη Hom.; γῆ Her.; ὁδός Plat.)
6) косматый, обросший шерстью(Πάν Plat.)
7) грубый, низкий(φωνή Plat.)
τῇ φωνῇ τ. Xen. — с грубым голосом8) жестокий(ὑσμίνη Hes.)
9) мучительный, тяжелый(νοσήματα Plat.)
10) бурливый, бурный(ποταμός Xen.)
11) душный, удушливый(ἀήρ Plut.)
12) суровый, строгий(δικαστής Aesch.; νόμοι Plat.)
13) неистовый, необузданный(ὀργή Eur.)
14) бедственный, тяжелый15) неотделанный, неуклюжий(στίχος Plut.)
-
89 τριστιχος
-
90 χαλκευτος
3[adj. verb. к χαλκεύω См. χαλκευω] выкованныйστίχος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ΄ ἄκμοσιν Anth. — стих, выкованный на наковальнях Пиерид
-
91 пентаметр
литер. о πεντάμετρος (στίχος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пентаметр
-
92 стих
литер. о στίχος, белый - ανομοιοκατάληκτοςстихи мн. литер. τα ποιήματα, τα στιχουργήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стих
-
93 линия
линияж в разн. знач. ἡ γραμμή, ὁ στίχος, ἡ σειρά:прямая \линия ἡ εὐθεϊα γραμμἤ автоматическая \линия συστοιχία αὐτόματων μηχανών трамвайная \линия ἡ γραμμή τοδ τραμ, ἡ τροχιοδρομική γραμμή· \линия партии ἡ γραμμή τοῦ κόμματος· \линия прицела воен. ἡ σκοπευτική γραμμή· \линия обороны ἡ ἀμυντική γραμμή· \линия поведения ἡ διαγωγή. -
94 стих
стихм1. (стихотворная строка) ὁ στίχος:белый \стих οἱ ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι·2. \стихи́ мн. τά ποιήματα:писать \стихй γράφω ποιήματα, στιχουργώ. -
95 хорей
хорейм лит. ὁ χορείος, ὁ τροχαίος στίχος. -
96 ανομοιοκατάληκτος
ος, ον нерифмованный; написанный белым стихом;ανομοιοκατάληκτος στίχος — белый стих
-
97 ελεύθερος
η, ο [α, ον]1) свободный, вольный; независимый; самостоятельный;ελεύθερη πατρίδα — свободная родина;
ελεύθερος άνθρωπος — свободный человек;
ελεύθερη γνώμη — независимое мнение;
ελεύθερον φρόνημα — а) самостоятельность убеждений, взглядов; — б) свобода мысли;
αφήνω ελεύθερο — выпускать на свободу, освобождать;
η διαγωγή της είναι πολύ ελευθέρα поведение ее слишком свободно:2) свободный, добровольный, без принуждения;ελεύθερη βούληση — свободная воля;
3) свободный, несвязанный, необременённый;είμαι ελεύθερος οικογενειακών υποχρεώσεων — не быть связанным семейными обязанностями;
είμαι ελεύθερος στρατιωτικών υποχρεώσεων — быть освобождённым от воинской повинности;
τό σπίτι είναι ελεύθερο — или είναι ελεύθερο πάσης υποθήκης — дом не заложен в ипотечном банке;
4) свободный, незапрещённый, беспрепятственный, открытый;ελεύθερη εξαγωγή — свободный вывоз;
ελεύθερη είσοδος — или είσοδος ελευθέρα — вход свободный;
τό κάπνισμα είναι ελεύθερον — курить разрешается;
τό κυνήγι είναι ελεύθερο από... — охота разрешена с...;
5) свободный, незанятый;ελεύθερο δωμάτιο — свободный номер (в гостинице);
ελεύθερο κάθισμα — свободное место;
στίς ελεύθερες ώρες — в свободное время;
6) холостой, неженатый; незамужняя;§ ελεύθερη ( — или ελευθέρα) ζώνη — свободная зона (порта);
ελεύθερ λιμένας — вольная гавань;
ελεύθερη πόλη — вольный город;
ελεύθερος σκοπευτής — а) вольный стрелок; — б) независимый (в политике);
ελεύθερ γάμος — незарегистрированный, свободный брак;
ελεύθερη μετάφραση ( — или απόδοση) — вольный перевод;
ελεύθερος στίχος — свободный стих
-
98 εξάμετρος
η, ο [ος, ον ] лит. шестистопный;ο εξάμετρος (στίχος) — гекзаметр
-
99 μουσικός
-
100 παραδοσιακός
η, ό[ν] традиционный, классический;παραδοσιακός στίχος — рифмованный стих
См. также в других словарях:
στίχος — row masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
στίχος — ο 1. μια σειρά σε ένα κείμενο: Στις εξετάσεις δόθηκε ένα αρχαίο κείμενο 15 στίχων. 2. γραμμή ποιήματος: Κάθεστροφή αυτού του ποιήματος αποτελείται από τρεις στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιχός — στίξ row fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα … Dictionary of Greek
καρκινικός (στίχος) — καρκινικός (στίχος), ο που μπορεί να διαβαστεί κι απ την αρχή κι από το τέλος, όπως «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεξανδρινός στίχος — Με τον όρο αυτό παρέμεινε στη γαλλική ποίηση η μορφή του δωδεκασύλλαβου στίχου, που χρησιμοποίησε ο ποιητής Αλεξάντρ Ντι Μπερνέ, ο επιλεγόμενος Παρισινός, όταν τον 12o αι. διασκεύασε σε ηρωικούς δωδεκασύλλαβους το γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα του… … Dictionary of Greek
ενδεκασύλλαβος — Στίχος έντεκα συλλαβών. Ο στίχος αυτός σπανίζει στα βυζαντινά κείμενα, αλλά είναι πολύ διαδεδομένος στα νεοελληνικά από τον 15o αι. Χρησιμοποιήθηκε από τον Χορτάτση, τον Μπουνιαλή κ.ά. και, στους νεότερους χρόνους, από τον Διονύσιο Σολωμό. Ο ε.… … Dictionary of Greek
δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… … Dictionary of Greek
δεκατρισύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από δεκατρείς συλλαβές. Ο στίχος αυτός πρωτοεμφανίστηκε στη νεοελληνική ποίηση της καθαρεύουσας, προϋπήρχε όμως στην ανώνυμη δημοτική ποίηση. Κόβεται στην έβδομη συλλαβή και αποτελείται από δύο ημιστίχια, ένα επτασύλλαβο… … Dictionary of Greek
επτασύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από επτά συλλαβές. Ο στίχος αυτός σπανίζει στη νεοελληνική ποίηση, τον χρησιμοποίησαν όμως οι I. Γρυπάρης και Ζ. Παπαντωνίου. * * * η, ο (Μ ἑπτασύλλαβος, ον) αυτός που αποτελείται από επτά συλλαβές (α. «επτασύλλαβος στίχος» … Dictionary of Greek