-
1 πολύ-στιχος
πολύ-στιχος, von od. in vielen Reihen, Versen; Strab. XVII, 806 u. a. Sp. – Ἡ Πολύστιχος heißt eine antike Ausgabe der Ilias, s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 203.
-
2 πολύ-θροος
πολύ-θροος, zsgzgn πολύϑρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v. l. πολύϑυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 ( App. 109).
-
3 πολύστιχος
πολύ-στῐχος, ον, = sq.,Aστῦλοι Str.17.1.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστιχος
-
4 πολύστιχος
πολύ-στιχος, von od. in vielen Reihen, Versen. Ἡ Πολύστιχος heißt eine antike Ausgabe der Ilias -
5 πολύθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύθροος
-
6 ελεύθερος
η, ο [α, ον]1) свободный, вольный; независимый; самостоятельный;ελεύθερη πατρίδα — свободная родина;
ελεύθερος άνθρωπος — свободный человек;
ελεύθερη γνώμη — независимое мнение;
ελεύθερον φρόνημα — а) самостоятельность убеждений, взглядов; — б) свобода мысли;
αφήνω ελεύθερο — выпускать на свободу, освобождать;
η διαγωγή της είναι πολύ ελευθέρα поведение ее слишком свободно:2) свободный, добровольный, без принуждения;ελεύθερη βούληση — свободная воля;
3) свободный, несвязанный, необременённый;είμαι ελεύθερος οικογενειακών υποχρεώσεων — не быть связанным семейными обязанностями;
είμαι ελεύθερος στρατιωτικών υποχρεώσεων — быть освобождённым от воинской повинности;
τό σπίτι είναι ελεύθερο — или είναι ελεύθερο πάσης υποθήκης — дом не заложен в ипотечном банке;
4) свободный, незапрещённый, беспрепятственный, открытый;ελεύθερη εξαγωγή — свободный вывоз;
ελεύθερη είσοδος — или είσοδος ελευθέρα — вход свободный;
τό κάπνισμα είναι ελεύθερον — курить разрешается;
τό κυνήγι είναι ελεύθερο από... — охота разрешена с...;
5) свободный, незанятый;ελεύθερο δωμάτιο — свободный номер (в гостинице);
ελεύθερο κάθισμα — свободное место;
στίς ελεύθερες ώρες — в свободное время;
6) холостой, неженатый; незамужняя;§ ελεύθερη ( — или ελευθέρα) ζώνη — свободная зона (порта);
ελεύθερ λιμένας — вольная гавань;
ελεύθερη πόλη — вольный город;
ελεύθερος σκοπευτής — а) вольный стрелок; — б) независимый (в политике);
ελεύθερ γάμος — незарегистрированный, свободный брак;
ελεύθερη μετάφραση ( — или απόδοση) — вольный перевод;
ελεύθερος στίχος — свободный стих
См. также в других словарях:
μακρόστιχος — η, ο (AM μακρόστιχος, ον) (για ποίημα, έπος κ.λπ.) αυτός που έχει μακροσκελείς ή πολλούς στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στίχος (πρβλ. δί στιχος, πολύ στιχος)] … Dictionary of Greek
μονόστιχος — η, ο (Α μονόστιχος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από έναν στίχο 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόστιχο(ν) ένας και μόνο στίχος ο οποίος αποτελεί αυτοτελή έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στίχος (πρβλ. πολύ στιχος)] … Dictionary of Greek
πολύστιχος — η, ο / πολύστιχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.) 2. (κατ επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο βοτ.… … Dictionary of Greek
ενδεκασύλλαβος — Στίχος έντεκα συλλαβών. Ο στίχος αυτός σπανίζει στα βυζαντινά κείμενα, αλλά είναι πολύ διαδεδομένος στα νεοελληνικά από τον 15o αι. Χρησιμοποιήθηκε από τον Χορτάτση, τον Μπουνιαλή κ.ά. και, στους νεότερους χρόνους, από τον Διονύσιο Σολωμό. Ο ε.… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ομοιοκαταληξία — Ταυτότητα ήχων μεταξύ δύο ή περισσότερων λέξεων, μετά την τονιζόμενη συλλαβή. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε λέξεις που βρίσκονται στο τέλος δύο συνεχόμενων ή γειτονικών στίχων. Οι ο. λέγονται οξύτονες ή καταληκτικές, παροξύτονες και προπαροξύτονες … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek