Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στη

  • 61 μετανάστης

    μετανάστης, - ου
    Grammatical information: m.
    Meaning: On the meaning below; in Hom. only in ἀτίμητον μετανάστην (I 648 = P 59); posthom. `migrant, emigrant, fugitive' (Hdt. 7, 161 of the Athenians, Arat., Ph., pap.), f. - στις (Ph.) and - στρια (AP; like ἀγύρτης: ἀγύρτρια etc.); adj. μετανάστ-ιος `migrating, wandering' (AP, Nonn.), verb μεταναστ-εύω, - εύομαι `drive out, wander out, flee' (LXX, Str., Ph.).
    Origin: GR [a formation built with Greek elements]
    Etymology: Already by Hdt. and his contemporaries understood as `wanderer' and as μετ-ανά-στη-ς connected with μετ-ανα-στῆ-ναι, μετ-ανάστασις `move, amigrate', resp. `removal, emigration' (Hdt., Th., Hp.), an interpretation, which J. Schmidt Pluralbild. 346 f. with Eust. a. o. (s. Schulze KZ 33, 137 = Kl. Schr. 372) with general approval (Schulze l.c., Bechtel Lex. s.v., Fraenkel KZ 42, 262 a. Nom. ag. 1, 129, Schwyzer 424 a. 451) worked out further. It would then however with metric-rhythmically conditioned haplology stand for *μετανα-στά-της (Fraenkel Glotta 1, 270ff.; cf. ἐπι-, παρα-, προ-στά-της etc.); an old root-noun μετανά-στη-ς as Skt. ni-ṣṭhā́-s, prati-ṣṭhā́-s a. o. (Schmidt l.c.) has no immediate agreement in Greek. As however this apparently further convincing interpretation is in conflict with the Homer. use of μετά and ἀνίστασθαι, Wackernagel Syntax 2, 246f. went back with Funck Curt. Stud. 9, 134 to the explanation (already given in the Thes.) as μετα-νάσ-της, from *μετα-ναίω `live with' like μεταναιέ-της (Hes.), - τάω (h. Cer.) `who lives with, live with'. As old parallel formation to Att. μέτ-οικος, Arg. πεδά-Ϝοικος and to μετοικέται κατὰ μέσον οἰκοῦντες H. μετανάστης will originally and still in Hom. have meant `who lives with, who lives among others (as foreigner), inhabitant'. Because of the disappearance of the verbal form with - νασ- and the gradual advance of μετα- `around' against μετα- `with' μετανάστης was already in class. times associted with the living μεταναστῆναι, μετανά-στασις. -- The deviating view of Leumann, Hom. Wörter 183 w. n. 30, μετα-νάσ-της would prop. be `migrant, in-wandrer', from μετα-ναίω `move', has the same objections as the connection with μεταναστῆναι.
    Page in Frisk: 2,217-218

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μετανάστης

  • 62 ὄπισθε

    ὄπισθε, und vor einem Vocal ὄπισϑεν, ep. auch ὄπιϑε und ὄπιϑεν. Bei den Attikern scheint ὄπισϑεν die regelmäßige Form und ὄπισϑε nur den Dichtern gestattet zu sein, vgl. Lob. Phryn. 8. 284. – 1) vom Orte, hinten, hinterwärts, hinterher; στῆ δ' ὄπιϑεν, Il. 1, 297; φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσϑ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισϑεν, 5, 595; πρόσϑε λέων, ὄπιϑεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα, 6, 181; ὄπισϑεν κόπτοντες μετάφρενον, von hinten schlagend, Od. 8, 527; ὄπισϑε καταλείπειν, zurücklassen, Il. 10, 209. 11, 72. 15, 88; ὄπισϑε μένειν, zurückbleiben, 9, 332 Od. 17, 201; οἱ ὄπισϑε, die Zurückgebliebenen, 11, 66; τὰ ὄπισϑεν, die hintern Theile, τάγ' ὄπισϑε Μαχάονι πάντα ἔοικεν, Il. 11, 613, von hinten gleicht er; ὄπιϑεν ἑπόμενοι, Aesch. Pers. 962; εἰ τοὺς ὄπισϑεν εἰς τὸ πρόσϑεν ἄξομεν, Soph. Ai. 1228, d. h. die Nachstehenden vorziehen; εἰς τοὔπισϑεν τοξεύειν, Xen. An. 3, 3, 10, der auch verbindet ἐδόκει ποιήσασϑαι ὄπισϑεν τὸν ποταμόν, 1, 10, 9, d. i. machen, daß der Fluß im Rücken liegt; ἐν τῷ ὄπισϑεν, im Rücken, Plat. Rep. X, 614 c; ἐν τοῖς ὄπισϑεν εἵποντο, Charm. 154 c; Folgde; εἰς τοὔπισϑεν ἀποχωρεῖν, Pol. 1, 51, 8; – als praepos. c. genit., στῆ δ' ὄπιϑεν δίφροιο, Il. 17, 468; ἵππ ους, οἵ οἱ ὄπισϑε μάχης ἕστασαν, 13, 536; δίφρου δ' ὄπισϑεν, hinter dem Wagen, 24, 15; φάμας ὄπισϑεν ἴμεν, Pind. Ol. 6, 63; übertr. sagt Soph. γνώμης πατρῴας πάντ' ὄπισϑεν ἑστάναι, Ant. 636, nachstehen; ὄπισϑε τῆς ϑύρης, Her. 1, 9; ἔμπροσϑέ τε Θερμοπυλέων καὶ ὄπισϑε, 7, 176; ὄπισϑεν ἑαυτῶν τάττεσϑαι, Xen. An. 1, 7, 9; ὄπισϑεν ἐμοῦ ἄρτι εἰςῄει, Plat. Conv. 174 e, öfter. – 2) von der Zeit, hinterdrein, nachher, später; οὐδ' ὄπιϑεν κακὸς ἔσσεαι, Od. 2, 270; εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ' ὄπιϑεν φρονέουσιν, 18, 168; 22, 55; im Ggstz von αὐτίκα, Il. 9, 519; ἐν τοῖς ὄπισϑε λόγοις, in den späteren, folgenden Büchern, Her. 5, 22; Sp. – Bei den Schol. auch umgekehrt, vom Vorhergehenden, Früheren, vgl. Buttm. Schol. Od. p. 504; Lob zu Phryn. p. – Die hinzu gerechneten compar. u. superl. ὀπίστερος u. ὀπίστατος s. unten. – Es hängt mit ὄπις zusammen und ist, wie ὀπίσω, auf ἕπομαι zurückzuführen.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὄπισθε

  • 63 στηη

         στήῃ
        эп. (= στῇ См. στη) 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ἵστημι См. ιστημι

    Древнегреческо-русский словарь > στηη

  • 64 γή

    η
    1) земля, земной шар;

    ο άξων της γής — земная ось;

    ο φλοιός της γής — земная кора;

    2) земля, почва, грунт;

    εύφορη γή — плодородная земля;

    χέρσα γή — целина;

    θηραϊκή γή — фарфоровая глина;

    γή αργιλλώδης — глинистая почва;

    γή αμμώδης — песчаный грунт;

    3) земля, поле, участок земли; земельный участок;

    σπαρμένη γή — посевная площадь;

    εργάτης γής — а) сельскохозяйственный рабочий; — б) батрак;

    4) земля, территория, местность, страна;

    Σοβιετική γή — Советская земля;

    5) земля, суша, материк;

    κατά γήν και κατά θάλασσαν — на суше и на море;

    κατά γήν στρατιωτικές δυνάμεις — наземные войска;

    § μαύρη γή(ς) — ад;

    άγνωστος γήтёмный лес (для кого-л.), земли незнаемая (лат. терра инкогнита);

    γή της επαγγελίας — земли обетованная;

    αγαθά ( — или καλά) της γής — земные блага;

    κατά γής — наземь, на землю;

    όπου γής — в любой точке земного шара;

    γήν ορώ — вот и конец мучениям;

    τα κάνω γής Μαδιάμ — разрушить всё до основания;

    κινώ γή και ουρανό — пустить в ход все средства; — сделать всё возможное;

    δεν πατάει στη γή — а) ног под собой не чувствовать, быть вне себя от радости; — б) витать в облаках;

    άνοιξε ( — или σκίστηκε) η γή και τον κατάπιε — он как сквозь землю провалился;

    στον ουρανό το γύρευα και στη γή το βρήκα — погов. счастье с неба свалилось

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γή

  • 65 γραμμή

    η 1.
    1) прям., перен. линия;

    ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;

    οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;

    γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;

    αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);

    γραμμή του πυρός — линия огня;

    λευκή γραμμή анат. — белая линия;

    χαράσσω γραμμές — линовать;

    2) черта, штрих;
    πλ. контур, очертание;

    τραβώ μιά γραμμή — провести черту;

    3) строка;
    4) ряд, строй, шеренга;

    βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;

    μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;

    πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;

    5) линия, путь;

    γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;

    γραμμ ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;

    αεροπορική γραμμή — авиалиния;

    γραμμή διανομής ηλεκτρ;

    κου ρεύματος линия электропередачи;

    εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;

    δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;

    6) перен. линия, направление; курс;

    γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;

    7) качество, достоинство, ценность;

    κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;

    § πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;

    σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;

    σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;

    αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;

    συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;

    2. επίρρ.
    1) прямо;

    πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;

    2) подряд; по порядку;

    τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γραμμή

  • 66 γύρα

    1. η
    1) прогулка; ходьба;

    κάνω μιά γύρα — гулять; — бродить;

    2) обход;

    πάω από τη γύρα τού βουνού — идти в обход горы;

    § εμπόριο της γύρας — торговля в разнос;

    έμπορας της γύρας — разносчик;

    βγαίνω στη γύρα γιά... — отправиться на поиски чего-л.;

    βγαίνει στη γύρα — или είναι της γύρας — заниматься проституцией;

    2. επίρρ. вокруг;

    φέρνω γύρα όλο το χωριό — обойти всю деревню;

    (εκειδά) γύρα — около, приблизительно;

    § τα φέρνω γύρα — а) выкручиваться; — б) перен. вилять, крутить;

    μόλις τα φέρνω γύρα — перебиваться, еле-еле сводить концы с концами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γύρα

  • 67 γωνία

    η
    1) угол (тж. здания);

    γων ορθή — прямой угол;

    οξεία γωνία — острый угол;

    αμβλεία γωνία — тупой угол;

    γωνία πτώσεως — угол падения;

    η γωνία της οδού — угол улицы;

    στη γωνία — а) на углу; — б) в углу;

    πίσω απ' τη γωνία — за углом;

    στρέφω στη γωνία — повернуть за угол;

    2) см. γωνιά 3, 7;

    § ράβδος εν γωνία άρα βρέχει — это просто абсурд

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γωνία

  • 68 δικαιοσύνη

    η
    1) справедливость;

    αποδίδω δικαιοσύνη — отдать справедливость;

    εν δικαιοσύνη — справедливо, по справедливости;

    2) правосудие;

    απονέμω δικαιοσύνη — отправлять правосудие;

    3) юстиция; суд;

    υπουργείο δικαιοσύνης — министерство юстиции;

    ποινική (πολιτική) δικαιοσύνη — уголовный (гражданский) суд;

    παραπέμπω στη δικαιοσύνη — отдать под суд;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικαιοσύνη

  • 69 δοσμένος

    η, ο (μετχ. от δίδω) данный; назначенный (заранее);

    στη δοσμένη στιγμή — а) в нужный момент; — б) в данный момент;

    στη δοσμένη περίπτωση — в данном случае

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δοσμένος

  • 70 δουλειά

    η
    1) работа (в разн. знач); труд; дело;

    παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;

    έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;

    είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;

    πιάνω δουλειά — поступить на работу;

    απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;

    δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;

    σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;

    δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;

    ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;

    αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;

    καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;

    εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;

    είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;

    τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;

    πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;

    τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;

    τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;

    2) дела, состояние дел;

    πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;

    δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;

    η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;

    3) хлопоты, заботы, беспокойство;

    αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;

    θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;

    4) дело, предмет заботы;

    αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;

    κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;

    αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;

    είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;

    § άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;

    λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;

    δουλειές με φούντες — гиблое дело;

    βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;

    εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;

    χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;

    ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;

    τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;

    η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δουλειά

  • 71 εισαγωγή

    η
    1) введение (внутрьтж. лекарства); привнесение; вставление, вкладывание;

    εισαγωγή του πλοίου στη δεξαμενή — вход судна в док;

    2) впуск, допуск;
    3) ввоз; импорт; 4) представление, рекомендация; внесение на рассмотрение; 5) юр. передача (в суд); привлечение (к суду); 6) введение (новшеств и т. п.); внедрение; 7) поступление; помещение (куда-л.);

    εισαγωγή μαθητών στη σχολή — поступление учеников в школу;

    8) введение, предисловие; вступительное слово;
    9) муз. увертюра, вступление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εισαγωγή

  • 72 επάνω

    1. επίρρ. I
    1) наверху, вверху; наверх, вверх; выше;

    εκεί επάνω — там наверху;

    εδώ επάνω — здесь наверху;

    ανεβείτε επάνω — поднимитесь наверх;

    σήκω επάνω — вставай, поднимайся;

    2) на (ком-л.); при (ком-л.);

    επάνω μου — а) на мне; — б) на меня, на себя;

    ρίξε επάνω σου το παλτό — накинь пальто;

    τό παίρνω επάνω μου το ζήτημα — этот вопрос я беру на себя;

    τό παίρνω επάνω μου το παιδί ο — ребёнке позабочусь я; — е) при мне, с собой;

    βαστώ ( — или έχω) επάνω μου — иметь при себе;

    δεν έχω χρήματα επάνω μου — у меня при себе нет денег;

    3) против, на;

    επάνω μας — на нас, против нас;

    επεσε επάνω μας σαν θηρίο — он набросился на нас как зверь;

    II με π ров.
    1):

    επάνω σε — а) на;

    επάνω στο τραπέζι — на столе;

    επάνω στο δέντρο — на дереве;

    τό σπίτι τώγραψα επάνω στη γυναίκα μου — дом я записал да жену;

    επάνω στο δρόμο — на улице;

    б) в момент, во время;

    ήλθε επάνω στον καυγά — он пришёл как раз в момент ссоры;

    επάνω στο θυμό μου — в момент гнева;

    επάνω στη δουλειά μου — во время работы;

    επάνω στην ώώρα — вовремя; — в) против;

    πλέουμε επάνωεπάνω στον καιρό — плывём против ветра;

    2):

    επάνω από — а) сверх, более; — выше;

    επάνω από χίλιοι — более тысячи;

    επάνω από είκοσι χρόνια — более двадцати лет;

    επάνω από τη ρίζα — выше корня;

    επάνω απ' όλα η αγάπη — превыше всего любовь; — б) над;

    επάνω από το τραπέζι — над столом;

    3):

    κατ' επάνω — против;

    ώρμησε κατ' επάνω μας — он набросился на нас;

    III με αντων.:

    επάνω πού — в тот момент, когда;

    επάνω πού λέγαμε γιά σένα — как раз в тот момент, когда говорили о тебе;

    επάνω πού είμαστε γιά να φύγουμε — в тот момент, когда мы собирались уходить;

    IV με σύνδ.
    1):

    έως ( — или ως) επάνω — доверху;

    γεμίζω το ποτήρι μου 'έως επάνω — наполнить свой стакан до краёв;

    2):

    κι' επάνω — выше; — более;

    τα παιδιά από έξ χρονών κι' επάνω — дети шести лет и старше;

    εκατό οκάδες κι' επάνω — более ста ока;

    τρείς μήνες κι' επάνω — более трёх месяцев;

    § επάνω - επάνω а) слегка;

    б) поверхностно;

    του τα είπα επάνω - επάνω — я ему только (слегка) намекнул;

    επάνω -κάτω — около, приблизительно, примерно;

    είμαστε είκοσι επάνω -κάτω — нас было около двадцати человек;

    είναι επάνω -κάτω το ίδιο — это примерно одно и то же;

    παίρνω επάνω μου — поправляться, набираться сил;

    πήρε επάνω του ο άρρωστος — больной поправился;

    η ελιά με το κλάδεμα πήρε επάνω της — после подрезания оливковое дерево ожило;

    τό παίρνω επάνω μου — много брать на себя; — зазнаваться, мнить о себе;

    πέφτω επάνω σ' έναν — случайно встретить кого-л.;

    τα κάνω επάνω μου — обделаться; — наложить в штаны (тж. перен.);

    τα έκανε επάνω του — он здорово струхнул;

    2. επίθ. άκλ. верхний;

    τό επάνω μέρος — верхняя часть;

    τό επάνω πάτωμα — верхний этаж;

    οι επάνω — живущие на верхнем этаже;

    ο επάνω κόσμος — жизнь на земле;

    § τό επάνω επάνωверхний слой (масла,.молока, супа)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επάνω

  • 73 έχω

    (παρατ είχα, αόρ. εσχον) 1. μετ.
    1) в разн. знач иметь;

    έχω σπίτι (άλογο, μαγαζί) — иметь дом (лошадь, магазин);

    έχω πολλούς φίλους — иметь много друзей;

    έχω δυό παιδιά — иметь двоих детей;

    δεν έχω τίποτα — ничего не иметь;

    δεν έχει ποτέ του χρήματα πάνω του — он никогда не имеет при себе денег;

    έχω χρέη — иметь долги;

    έχω γερά δόντια — иметь крепкие зубы;

    έχω ωραία φωνή — обладать прекрасным голосом;

    έχω ισχυρή μνήμη — иметь крепкую память;

    έχω δικαίωμα (τη δυνατότητα) — иметь право (возможность);

    έχω μεγάλη επιθυμία — иметь большое желание, сильно желать;

    έχω μεγάλη σημασία — иметь большое значение;

    έχω υπόληψη (εκτίμηση) — пользоваться хорошей репутацией (уважением);

    έχω πείρα — иметь опыт;

    έχω στη διάθεση μου — иметь в своём распоряжении, располагать (кем-чем-л.);

    δεν έχω καιρό — у меня нет времени, мне некогда;

    δεν έχω όρεξη (διάθεση) — не иметь аппетита (настроения);

    έχει ομορφιά — он красив;

    έχει λεβεντιά — он молодец;

    ασχήμια πού την έχει! — разве он не красив?!, чем он плох?!;

    έχουμε μουσαφιρέους ( — или μουσαφίρη δες) — у нас сегодня гости;

    έχουμε άνοιξη — у нас весна;

    έχουμε δημοκρατία — у нас демократический строй;

    2) держать, оставлять;

    έχω ανοικτά τα παράθυρα — держать окна открытыми;

    3) держать, содержать (где-л.);

    τον έχουν (στη) φυλακή ( — или μέσα) — его содержат в тюрьме:

    4) стоить;

    πόσο έχει; — сколько стоит?;

    5) считать, полагать;

    τον έχουν γιά πλούσιο (τρελλό) — его считают богатым (сумасшедшим);

    τον έχουν χαμένο — его считают погибшим;

    δεν σ'εχω άξιο να το κάμεις я не думаю, что ты способен на это;

    τον έχω σαν πατέρα — я считаю его своим отцом;

    δεν σ' έχω άνθρωπο, αν δεν το κάμεις ты бу- дешь последним человеком, если не сделаешь этого;
    δεν σού τώχα να είσαι τόσο ζηλιάρης я не думал, что ты та- кой ревнивый;

    τό έχω ντροπή μου — мне стыдно за себя;

    τό έχω τιμή μου πού... — я горжусь тем, что...;

    καλλίτερα έχω να... — я предпочитаю..., лучше...;

    6) страдать, быть больным (чём-л.);

    έχ πνευμονία (φθίση, πυρετό, βήχα) — у меня воспаление лёгких (туберкулёз, жар, кашель);

    7) заключать в себе;

    δεν έχει τίποτε ιιέσα — быть пустым;

    τό μπουκάλι δεν έχει πλέον τίποτε — в бутылке больше ничего нет;

    8) носить (усы и т. п.);

    έχω γένεια — носить бороду;

    9) (о времени, большей частью не переводится):

    έχει χρόνια στην Αμερική — он уже три года живёт в Америке;

    έχει ώρα πού εφυγε — он уже давно ушёл;

    έχω καιρό να... — я уже давно не...;

    έχω καιρό να φάω κρέας — я давно не ел мяса;

    έχει δυό μέρες να φάει — он уже два дня ничего не ел;

    έχω ενα χρόνο να τον δώ [ — уже год, как я его не видел;

    10) (в сочетании с сущ. обозначает действие или состояние по значению данного сущ.):

    έχω χρέος — я должен, я обязан;

    έχω χρείαν — нуждаться;

    έχω πένθος — быть в трауре, носить траур;

    έχω τη γνώμη — иметь мнение, полагать, думать;

    έχω τη δύναμη — быть в состоянии, мочь;

    έχω τρεχάματα — суетиться, хлопотать;

    § έχω εξ ακοής — знать понаслышке;

    έχω υπόψη (υπ' όψιν) — иметь в виду;

    έχω ουμε υπ' όψιν... — имеется в виду;

    έχω την τιμή... — иметь честь...;

    δεν έχω την τιμή να γνορίζω... — не имею чести знать...;

    έχω τό λόγο — моя очередь выступать, прошу слова;

    τό λόγο έχει... — слово имеет..., слово предоставляется...;

    τα έχω καλά (κακά) με... — быть в хороших (плохих) отношениях с...;

    έχκαίγω να κάνω σ' αυτή τη δουλειά — я тоже участвую в этом деле, и я заинтересован в этом деле;

    δεν έχω καμιάν αντίρρηση — не иметь ничего против;

    δεν έχω ιδέα ( — или είδηση) — не иметь никакого представления, ничего не знать;

    δεν έχει καθόλου μυαλό — у него голова совсем не работает;

    δεν το χει γιά τίποτα να... ему ничего не стоит..., он может запросто..., он способен на...;

    δεν τον έχω σε υπόληψη — я его не уважаю;

    την έχω ασχημα — плохи мои дела;

    τό έχω σε καλό (κακό) — для меня эτο — хорошее (плохое) предзнаменование;

    έχω кап να σού πω — я хочу кое-что тебе сказать;

    έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — а) не спускать глаз (с кого-л.), присматривать как следует (за кем-л.); — б) смотреть в оба;

    πού είχες τα μάτια σου και δεν τον είδες куда смотрели твой глаза, что ты не видел его;

    τον έχω σαν τα μάτια μου — я им очень дорожу;

    δεν έχω μάτια να τον δώ — я не могу его видеть;

    έχω τη συνήθεια — иметь обыкновение;

    έχω σχέση — иметь отношение;

    έχω τα νεύρα μου — нервничать, быть в раздражённом состоянии;

    έχω την πλώρη μου κατά τον κάβο — держать курс на мыс;

    έχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках;

    έχω σκοπό να... — намереваться, иметь целью...;

    έχω στο νού μου — или έχω κατά νούν — иметь на уме, собираться, намереваться;

    έχω τό νού μου — а) обращать внимание;

    б) быть бдительным, осмотрительным;

    έχει το νού του πάντα στίς γυναίκες — у него вечно женщины на уме;

    έχε το νού σου στο φαί — посмотри за едой (которая варится, жарится);

    τα έχω σωστά — или τα έχω τετρακόσια — а) быть семи пядей во лбу; — б) быть в здравом уме;

    τα έχω με κάποιον — а) питать вражду к кому-л.; — б) завязывать любовную связь с кем-л.;

    τα έχω με τον Γιάννη — мы в плохих отношениях с Янисом;

    τα έχω ψήσει — завязывать любовные связи;

    τον έχει με το μέρος του — он обеспечил себе его поддержку;

    τον έχω στο χέρι — я его держу в руках, он у меня в руках;

    μάς είχε τραπέζι он устроил для нас обед;
    εχετε την καλωσύνη... будьте добры (любезны)...;

    έχετε γεια! — будьте здоровы!, до свидания!;

    έτσι το έχουμε — у нас так, такой у нас обычай;

    τί έχεις; — что с тобой?;

    τί έχουμε;

    что нового?;
    τί 'χαμέ τί χάσαμε нам нечего было терять;

    έχε χάρη πού... — благодари бога, что...;

    να 'χεις χάρη τού πατέρα σου ειδεμή... благодари своего отца, иначе...;

    έχει τα ροΰχα της — у неё менструация;

    έχει τα ρούχα του — или έχει τα φεγγαριάτικά του — у него припадок;

    τό έχει το σκαρί του — у него такая натура;

    τα έχω χαμένα — я не знаю, что делать;

    έχει τα χρονάκια του — он не такой уж молодой;

    από δώ τον είχα, από κει τον είχα, τον κατάφερα я его кое-как уговорил;
    ας τα κλαίει, πού τα χει его у бы- ток, ему и плакать;

    καλώς έχόντων των πραγμάτων — если всё будет хорошо, если ничего не случится;

    κάλλιο (или καλύτερα) το χω... παρά... или κάλλια χω... παρά... или έχω καλλίτερα να... παρά... лучше... чем...;

    ουκ άν λάβεις παρά τού μη έχοντος — погов, с голыша не возьмёшь ни шиша;

    τί έχεις, Γιάννη;

    τί χα πάντα погов, каким ты был, таким и остался;

    όποιος έχει παπούτσια, χτυπάει τα τακούνια — посл. у кого есть ботинки, тот и топает каблуками; — кто платит деньги, тот и заказывает музыку;

    εμείς ψωμί δεν έχουμε και λάχανο αγοράζουμε — посл, хлеба нет, а капусту покупаем; — ест орехи, а на зипуне прорехи;

    όποιος έχεν πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα — погов, у богатого и по бороде масло течёт; — не знает, куда девать (что-л.), с жиру бесится;

    2. αμετ.
    1) чувствовать себя;

    πως έχετεστήν υγεία σας; — как ваше здоровье?;

    2) απρόσ. есть, имеется;

    δεν έχει ψωμί στο σπίτι — в доме нет хлеба;

    δεν έχει πλέον — больше нет, не имеется;

    έχει κουνέλια εδώ — здесь есть кролики;

    επάνω στο τραπέζι έχει ένα κανάτι νερό — на столе стоит графин с водой;

    σήμερα έχει βροχή (κρύο, λάσπη, αέρα) — сегодня дождь (холод, грязь, ветер);

    αύριο θα έχει ωραία ημέρα — завтра будет хороший день;

    έχει καλώς — хорошо;

    έχει χορό απόψε — у нас сегодня вечер, бал;

    δεν έχει πιά γκρίνιες никто больше не ноет, не хнычет;
    3. (вспомогательный гл. для образования перфектной формы):

    έχω γράψει, — или έχ γραμμένο — я уже написал;

    είχα γραφθεί я уже записался;
    4. (с зависимым наклонением обозначает долженствование):

    έχω να γράψω (να πλύνω) — я должен написать, (постирать);

    έχω να κάνω με... — я должен иметь дело...;

    έχω να πάρω εκατό δραχμές — мне причитается сто драхм;

    δεν έχεις να πας πουθενά — ты отсюда не должен никуда уходить;

    § πόσο έχει ο μήνας; — какое сегодня число?;

    έχει δεν έχει — как бы то ни было, так или иначе;

    είχε δεν είχε το έκαμε он всё-таки это сделал;

    δεν έχει να κάνει — не имеет значения;

    ούτως έχει το πράγμα — вот так обстоит дело;

    δεν έχω πού ( — или πουθενά) να... — мне некуда...;

    δεν έχω πού να βάλω τα πράγματα μου — мне некуда положить вещи;

    δεν έχω πουθενά να πάω — мне некуда пойти;

    έχομαι

    1) — придерживаться;

    έχομαι στερρώς των ιδεών μου — твёрдо придерживаться своего мнения;

    2) содержать, заключать в себе;

    οι λόγοι του δεν έχονται αληθείας — его слова лишены правды

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έχω

  • 74 κλείνω

    (αόρ. έκλεισα, αόρ. (ε)κλείστηκα и εκλείσθην, μετχ. πρκ. (κε)κλεισμένος) 1. μετ.
    1) закрывать (что-л, открытое); затворить, запирать (дверь, окно и т. п.); 2) затыкать, заделывать (дыру); 3) закрывать, сжимать, смыкать (рот, глаза); 4) закрывать, выключать (свет, воду, газ и т. п.); 5) перекрывать (дорогу и т. п.); τα χιόνια έχουν κλείσει τό χωριό снегопад отрезал деревню от мира; 6) перен. закрывать; ликвидировать; прекращать, заканчивать;

    κλείνω μαγαζί (εργοστάσιο) — закрывать магазин (предприятие);

    κλείνω τό λογαριασμό — закрывать счёт (в банке и т. п.);

    κλείν την συζήτηση — закончить дискуссию;

    7) договариваться (о чём-л.); заключать (мир и т. п.);

    κλείν συμφωνία — заключать договор;

    κλείνω ραντεβού — договариваться о свидании;

    8) помещать (куда-л.); запирать (где-л.); заключать, заточать (в тюрьму);
    κλείσε τη γούνα στη ντουλάπα повесь шубу в шкаф; τον έκλεισαν στη φυλακή его заключили в тюрьму, под стражу;

    κλείνω στο φρενοκομείο — поместить в психиатрическую больницу;

    § κλείνω τα μάτια μου — умирать;

    κλείνω τό μάτι — подмаргивать;

    του κλείνω το στόμα — затыкать кому-л. рот, заставлять замолчать;

    του έκλεισα την πόρτα μου закрыть перед кем-л. дверь своего дома, перестать принимать кого-л. у себя;

    κλείνω την παρένθεση (τα εισαγωγικά) — закрывать скобки (кавычки);

    κλείνω εξω ( — или όξω, απόξω) — оставить на улице (кого-л.);

    δεν έκλεισα μάτι я не сомкнул глаз, я совсем не спал;
    2. αμετ. 1) закрываться, запираться;

    η πόρτα κλείνει με συρτή — дверь запирается на засов;

    κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα — глаза закрываются от желания спать;

    2) закрываться, ликвидироваться;
    έκλεισε το θέατρο театр закрылся; 3) исполняться (о времени);

    κλείνουν πέντε χρόνια από τότε πού... — исполнилось пять лет с тех пор как...;

    4) заключаться (о договоре и т. п.);
    § έκλεισε η πληγή рана зарубцевалась; ξκλεισε η φωνή μου (или ο λαιμός μου) голос у меня сел, я охрип; σήμεροι το δολλάριο στο χρηματιστήριο εκ- λεισε στα τριακόσια сегодня на бирже курс доллара подскочил до трёхсот

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλείνω

  • 75 λάσπη

    η
    1) грязь (тж. перен.); слякоть; ил, тина;

    αδιάβατη λάσπη — непролазная грязь;

    τσαλαβουτώ στη λάσπη — месить грязь;

    ρίχνω λάσπη σε κάποιον — полить кого-л. грязью; — оклеветать кого_л.;

    2) перен. месиво;

    ένα ψωμί λάσπη — не хлеб, а какое-то месиво;

    3) отстой вина;
    4) тех раствор;

    § λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;

    πέφτω στη λάσπη — сесть в лужу, потерпеть неудачу;

    ιό 'κόψε ( — или τώκοψε) λάσπηон смылся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λάσπη

  • 76 μερίδα

    [-ίς (-ίδος)] η
    1) см. μερδικό; 2) порция (пищи);

    διπλή μερίδα κρέατος — двойная порция мяса;

    δώσε μου μισή μερίδα φασόλια — дай мне полпорции фасоли;

    3) счёт;

    πέρασε το στη μερίδα μου — запиши это на мой счёт;

    καταχωρίζω στη μερίδα των ζημιών — отнести в счёт убытков;

    4) (политическая) группировка, партия;

    δεν ανήκω σε καμμιά μερίδα — я не принадлежу ни к какой политической группировке, я не принадлежу ни к какой партии;

    § λαμβάνω την μερίδα τού λέοντος — получить львиную долю

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μερίδα

  • 77 μέσα

    μες (μεσ' перед σ) 1. επίρρ.
    1) внутрь; внутри;

    πολύ μέσα — в глубине;

    είναι μέσα ο πατέρας σου; — отец дома?;

    τώχω μεσ' στο συρτάρι το βιβλίο книга в ящике стола;

    περάστε μέσα, παρακαλώ — входите, прошу вас;

    έλα (ελατέ) μέσα — войди (входите);

    2):

    από μέσα — или μέσα από — а) изнутри, из;

    ο λαγός πετάχτηκε μέσα από τούς θάμνους — заяц выскочил из кустов; — б) под, внутри;

    μέσα από το πουκάμισο φορώ φανέλλα — под рубашкой я ношу майку; — в) сквозь, через;

    πέρασε μέσα από το δάσος — он прошёл через лес;

    3) в (самый) разгар;
    ήρθε μεσ' στο μεσημέρι он пришёл в самый полдень; μεσ' στη ζέστη в самую жару; μεσ' στην καρδιά τού χειμώνα в разгар зимы; έτρεχε μεσ' στη βροχή он бегал под дождём; 4):

    από μέσα μου — про себя;

    μιλώ (λέγω) από μέσα μου — разговаривать (говорить) про себя;

    τό σκέφθηκα από μέσα μου — я подумал (об этом) про себя;

    § μέσα σ' όλα τ' αλλά — в довершение всего;

    μέσα σε δυό μέρες πέθανε — за два дня; — он умер;

    μου πονούν τα μέσα μου — у меня всё внутри болит;

    τό κρατώ μέσα μου — я храню это в тайне;

    έχει το διάβολο μέσα του — в нём чёрт сидит; — он хитрый, ловкий или способный как чёрт;

    τώχεν μέσα του να γκρινιάζει — он нытик по природе;

    μπαίνω μέσα — а) нести убытки; — б) проигрывать в карты;

    τον βάλανε μέσα — а) его посадили (в тюрьму); — б) его ободрали как липку; — е) он проигрался;

    είναι στα μέσα και στα όξω — у него везде своя рука, свои люди;

    τον έχουν στα μέσα και στα όξω — к нему питают полное доверие;

    2. (ο, η, τό) то, что находится внутри;

    η μέσα μεριά — внутренняя сторона;

    τό μέσα μέρος — внутренняя часть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέσα

  • 78 μπαίνω

    (αόρ. (ε)μπήκα) αμετ.
    1) входить (в помещение); 2) садиться (в трамвай и т. п.); 3) входить, влезать, забираться;

    μπαίνω στο μπάνιο — садиться в ванну;

    μπαίνω στο νερό — лезть в воду;

    4) входить, вмещаться;
    5) входить в состав (чего-л.);

    μπαίνει στο λογαριασμό — это включено в счёт;

    6) поступать, устраиваться;

    μπαίνω στη δουλειά (στην υπηρεσία) — поступать на работу (на службу);

    μπαίνω στο πανεπιστήμιο — поступать, быть принятым в университет;

    7) вмешиваться;

    μπαίνει παντού — а) он во всё вмешивается, всюду суёт свой нос; — б) он вхож повсюду; — для него все двери открыты;

    8) понимать; вникать;
    μπηκες (μέσα или στο νόημα); ты понял?;

    μπαίνω στο ρόλο — входить в роль;

    μπαίνω στίς λεπτομέρειες (στην ουσία της υπόθεσης) — вникать в подробности (в суть дела);

    μπηκα στην υπόθεση я уже в курсе дела;
    9) садиться (о материале); 10) наступать, приходить; μπήκε ο χειμώνας зима пришла;

    § μπαίν φυλακή — садиться в тюрьму;

    μπαίνω στο κλουβί ( — или στο ζυγό) — жениться;

    μπαίνω εγγυητής — поручиться (за кого-л.);

    μπαίνω στα εξοδα — нести большие расходы;

    μπαίνω στα βάσανα — брать на себя большую ответственность; — брать на себя большие заботы;

    μπαίνω στη μέση — вмешиваться;

    του μπήκε στο κεφάλι ему взбрело в голову;

    μπαίν στο ρουθούνι — надоедать;

    μπαίνω σε μιά τέχνη — осваивать какое-л. ремесло;

    μπαίνω σε ισχύ — входить в силу (о законе и т. п.);

    μπατε σκύλλοι αλέστε κι' αλεστικά μη δίνετε (или μη δώστε) погов, без хозяина дом вверх дном

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπαίνω

  • 79 πεθαίνω

    (αόρ. (ε)πέθανα) 1. μετ.
    1) умерщвлять; 2) перен. замучить до смерти, уморить; изводить, измотать; μας πέθαναν στη δουλειά нас заставили работать до изнеможения; μας πέθανε στην πείνα он нас уморил голодом; μας πέθανες με τίς αναβολές σου ты нас извёл своими отсрочками; τον πέθανε στο ξύλο он его избил до полусмерти; 2. αμετ. 1) умирать, кончаться; 2) перестать существовать, исчезнуть, кануть в вечность; 3) перен. умирать; сильно страдать, мучиться, бедствовать;

    πεθαίνω 'από το κρύο — страдать от холода, замерзать;

    πεθαίνω από την πείνα ( — или της πείνας) — умирать с голоду, сильно голодать;

    πεθαίνω στη δουλειά — работать до изнеможения;

    4) перен. сильно любить, обожать; страстно желать;

    πεθαίνω' γιά το θέατρο — я безумно люблю театр;

    § πεθαίνω στα γέλια — хохотать до упаду;

    πεθαίνω από (την) πλήξη — умирать со скуки;

    ως τότε ποιός ζει ποιός πεθαίνει поживём — увидим, надо ещё дожить до этого;
    σαν πεθάνω γώ, φούρνος μην καπνίσει погов, после меня хоть потоп; πέθανε να σ' αγαπδ, ζήσε να σ' έχω αμάχη (или να μη σε θέλω) погов, проливать крокодиловы слёзы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πεθαίνω

  • 80 ρημάζω

    (αόρ. (ε)ρήμαξα) 1. μετ. опустошать; разорять; разрушать;
    § μας ρήμαξε στη δουλειά (στη φλυαρία) он нас извёл работой (болтовнёй); τον ρήμαξε στο ξύλο он его здорово отдубасил; 2. αμετ. 1) быть опустошённым, разорённым; 2) разрушаться, приходить в негодность; прихо- дить в запустение, в упадок; § ρήμαξα στην πείνα я умираю с голоду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρημάζω

См. также в других словарях:

  • στῆ — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στῇ — ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»